Σαν σήμερα Τετάρτη 5 Μαΐου πριν 11 χρόνια γράφτηκε μια μαύρη σελίδα της πρόσφατης Ιστορίας της χώρας μας, αυτή της Marfin. Στην Βουλή θα ψηφιζόταν το 1ο Μνημόνιο. Την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη η συζήτηση, οι δρόμοι της Αθήνας είχαν κατακλυστεί από διαδηλωτές.
Τα επεισόδια από νωρίς είχαν ξεκινήσει στην πλατεία Συντάγματος. Στο ύψος του Άγνωστου Στρατιώτη διαδηλωτές συγκρούονται με δυνάμεις των ΜΑΤ. Κουκουλοφόροι εκτοξεύουν πέτρες και βόμβες μολότοφ στους αστυνομικούς που βρίσκονται στην είσοδο της Βουλής, επί της λεωφόρου Αμαλίας.
Οι διαδηλωτές φτάνουν κατά χιλιάδες στο Σύνταγμα την ώρα που τα επεισόδια έχουν ξεκινήσει να γίνονται έντονα. Οι φθορές σε δημόσια και ιδιωτικά δεν σταματούν με αποκορύφωμα να βάζουν και φωτιές σε αυτά. Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν για πολλές εστίες φωτιάς, κατά μήκος της Σταδίου, της Φιλελλήνων, της Αμαλίας. Το μεσημέρι, ομάδα κουκουλοφόρων πυρπολεί ένα όχημα της Πυροσβεστικής, έχοντας απομακρύνει δια της βίας το πλήρωμα. Λίγο νωρίτερα είχε πυρποληθεί το κατάστημα της Τράπεζας Marfin επί της Σταδίου, αφήνοντας πίσω τρεις νεκρούς.
Τα… δολοφονικά αποτελέσματα!
Τρεις εργαζόμενοι της τράπεζας και ένα αγέννητο παιδί έχασαν τη ζωή τους από τις αναθυμιάσεις μετά από εμπρησμό στο κατάστημα από ομάδα κουκουλοφόρων.
Εκείνη τη μέρα βρίσκονταν εντός του καταστήματος περίπου 30 εργαζόμενοι. Οι περισσότεροι κατάφεραν να διαφύγουν εγκαίρως, πέντε εργαζόμενους διέσωσε η Πυροσβεστική.
Τρεις όμως πέθαναν από ασφυξία λόγω των αναθυμιάσεων και του πυκνού καπνού.
Πρόκειται για την Αγγελική Παπαθανασοπούλου (32 ετών-έγκυος 4 μηνών), τον Επαμεινώνδα Τσάκαλη (36 ετών) και την Παρασκευή Ζούλια (35 ετών).
Η ταυτότητα των αυτουργών της επίθεσης δεν έχει γίνει μέχρι και σήμερα γνωστή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες…
Τα επεισόδια στους δρόμους ήταν ασταμάτητα. Ομάδες κουκουλοφόρων εκτόξευαν βόμβες μολότοφ και βοηθούσαν στη διασπορά της φωτιάς με τη χρήση επιπλέον εύφλεκτων υλικών.
Ο πρώτος άνθρωπος που απεγκλωβίστηκε από το φλεγόμενο κτίριο, είπε: «Τρία άτομα με κουκούλες, αρχίζουν και σπάνε την τζαμαρία του κάτω ορόφου. Αφού τη σπάσανε, ρίξανε μέσα ούτε εγώ ξέρω τι, αμέσως λαμπάδιασε, μέσα σε πέντε λεπτά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ώρα που έβγαινα από την πόρτα. Η πόρτα ήταν ηλεκτρονική και έπρεπε να μπω μέσα στο κουβούκλιο, να μείνω μέσα για πέντε δευτερόλεπτα και μετά να ανοίξει και δεν ήξερα αν θα άνοιγε για να βγω έξω. Βγήκα, αρχίσανε οι πέτρες, να με βρίζουν “να καείτε”, “καλά να πάθετε” και τέτοια…», είπε.
«Αυτό που θα ήθελα, όπως όλοι, είναι να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Εγώ θα ήθελα να μάθει όλος ο κόσμος ποιοι είναι, ώστε να ξέρουν οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους, τα αδέλφια τους, να ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που σκοτώσανε αυτούς τους ανθρώπους. Πιο πολύ να τους ξέρουνε, νομίζω ότι η κατακραυγή είναι πιο σημαντικό πράγμα από την τιμωρία».