Ποιο μπαχαρικό βοηθάει στο να χάσεις λίπος;

Το πόσο αργά ή γρήγορα χάνεις βάρος και καις το σωματικό λίπος εξαρτάται από τον τρόπο ζωής που κάνεις -γυμνάζεσαι συστηματικά; τρως υγιεινά και ισορροπημένα; έχεις αφήσει στην άκρη τις κακές συνήθειες, όπως κάπνισμα και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ;- και από την καλή λειτουργία του μεταβολισμού σου.

Ίσως, να έχεις ακούσει την έκφραση ότι «το τάδε μπουστάρει τον μεταβολισμό», με αποτέλεσμα να σε βοηθάει στην προσπάθεια που κάνεις να αδυνατίσεις. Ένα λοιπόν από αυτά «τα τάδε» είναι και το παρακάτω μπαχαρικό, που βρίσκεται στην κουζίνα σου -σε κόκκους ή σε σκόνη- για να νοστιμεύει από κιμάδες και κρέατα μέχρι σάλτσες. Αναφερόμαστε στο κύμινο με το έντονο, ζεστό και πικάντικο άρωμα που σε ταξιδεύει στα μέρη και τις κουζίνες της Μέσης Ανατολής.

Σύμφωνα με έρευνα από το πανεπιστήμιο Ιατρικών Σπουδών Shahid Sadoughi στο Ιράν, το κύμινο σε σκόνη μπορεί να βοηθήσει στην άμεση και γρήγορη απώλεια βάρους, στη μείωση του σωματικού λίπους και στη βελτίωση των επιπέδων της χοληστερόλης με φυσικό τρόπο. Όλα αυτά διαπιστώθηκαν από τους ερευνητές, αφού εξέτασαν για τρεις μήνες τις περιπτώσεις 88 παχύσαρκων γυναικών, τις οποίες χώρισαν σε δύο ομάδες. Και οι δύο ομάδες ακολούθησαν πρόγραμμα συμβουλευτικής διατροφής με μειωμένη ημερήσια πρόσληψη θερμίδων κατά 500 θερμίδες. Μόνο που η μία ομάδα κατανάλωνε επίσης 3 γραμμάρια κύμινο σε σκόνη καθημερινά (περίπου 1 κοφτό κουταλάκι του γλυκού), ανακατεμένο σε 140 γραμμάρια γιαουρτιού.

Η ίδια ποσότητα γιαουρτιού, χωρίς το κύμινο, δινόταν καθημερινά και στα μέλη της άλλης ομάδας. Μετά το πέρας του τριμήνου, αποδείχτηκε ότι η ομάδα που κατανάλωνε κύμινο κάθε μέρα είχε χάσει κατά μέσο όρο 3 κιλά περισσότερα σε σχέση με τις γυναίκες της άλλης ομάδας. Και τα οφέλη δε σταματούν εδώ.

Παράλληλα, είδαν μείωση του ποσοστού του σωματικού τους λίπους κατά 14,64%, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από το 4,91% των γυναικών που δεν έτρωγαν γιαούρτι με κύμινο. Όπως επίσης, τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν κατά 23 μονάδες, συγκριτικά με τις 5 μονάδες της άλλης ομάδας και τα επίπεδα της «κακής» (LDL) χοληστερόλης κατά 10 μονάδες σε σχέση με τις μόλις 0,5 μονάδες των υπόλοιπων γυναικών.