Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να απαλλαγούμε από έναν εθισμό; Σε ομιλία του, ο διάσημος γιατρός Gabor Maté εξηγεί πως η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο που μεγαλώσαμε.
Το 2012, σε ομιλία του, ο διάσημος γιατρός Gabor Maté έδωσε μια εξαιρετικά διαφωτιστική απάντηση στο γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να ξεφύγουμε από τους εθισμούς μας.
Έχοντας δουλέψει ο ίδιος για χρόνια με ασθενείς εθισμένους στα ναρκωτικά, στο Βανκούβερ του Καναδά, είχε τη δυστυχία να χάσει πολλούς από αυτούς και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς πέθαιναν από λοιμώξεις, καρδιοπάθειες, από HIV, ηπατίτιδα, από ατυχήματα ή επειδή αυτοκτονούσαν. Τα λόγια του Αιγύπτιου συγγραφέα Naguib Mahvouz δεν θα μπορούσαν να ηχούν πιο αληθινά: «Τίποτα δεν καταγράφει τις επιπτώσεις μιας θλιβερής ζωής τόσο γραφικά όσο το ανθρώπινο σώμα».
Όπως εξήγησε ο Gabor Maté, «Οι άνθρωποι αυτοί χάνουν τα πάντα: την ομορφιά τους, τα νιάτα τους, τα δόντια τους, την υγεία τους, τις σχέσεις τους και τελικά χάνουν τη ζωή τους». Και παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν καταφέρνει να τους αποσπάσει από τον εθισμό τους. Γιατί είναι τόσο ισχυρός. Γιατί;
Η ερώτηση δεν είναι «γιατί εθίζεται κανείς;» αλλά «γιατί πονά;»
Την απάντηση σε αυτό υπονόησε ένας ασθενής του Gabor Maté όταν του είπε πως «δεν φοβάμαι να πεθάνω. Φοβάμαι να ζήσω». Γιατί να φοβάται ένας άνθρωπος να ζήσει;
Όπως λέει ο Maté, «για να καταλάβει κανείς τον εθισμό πρέπει να αναρωτηθεί όχι πόσο κακό κάνει αλλά πόσο καλό, δηλαδή τι παίρνει το άτομο από αυτόν. Τι του δίνει ο εθισμός που δεν το έχει». Αυτό μπορεί να είναι:
- Ανακούφιση από τον πόνο
- Αίσθηση γαλήνης
- Αίσθηση ελέγχου
- Αίσθηση ηρεμίας, έστω και πολύ προσωρινά
Τα στοιχεία αυτά έχουν λείψει από τη ζωή των ανθρώπων αυτών, η οποία εμπεριέχει όμως πολύ πόνο.
Η περίπτωση του Keith Richards και το ίδιου του Gabor Maté
Όσοι γνωρίζουν τον Keith Richards, τον κιθαρίστα των Rolling Stones, έχουν σίγουρα κάποια στιγμή αναρωτηθεί πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να είναι ακόμα ζωντανός. Για την ιστορία, ο Richards, που σύντομα γίνεται 81, για πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του ήταν εθισμένος στην ηρωίνη. Στη βιογραφία του γράφει ότι ο εθισμός του ήταν η προσπάθειά του να ξεχνά, να βρίσκεται σε λήθη. Μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον εαυτό του, από το ίδιο του το μυαλό.
«Το ίδιο του το μυαλό είναι ένα από τα πράγματα που ο άνθρωπος φοβάται περισσότερο», λέει ο Maté. Κάτι που καταλαβαίνει πολύ καλά, αφού κι εκείνος για χρόνια προσπαθούσε να αποσπάσει το μυαλό του όχι μέσω των ναρκωτικών, αλλά μέσω της δουλειάς ή μέσω των δραστηριοτήτων του, με το να αγοράζει π.χ. εμμονικά δίσκους κλασικής μουσικής, ξοδεύοντας χιλιάδες δολάρια, χωρίς να τους χρειάζεται πραγματικά. Αποκάλυψε δε ότι έχει εγκαταλείψει ασθενή προκειμένου να βρίσκεται στο δισκοπωλείο και μετά είπε ψέματα γι’ αυτό στη γυναίκα του, όπως κάθε εθισμένος συνηθίζει.
Ο ορισμός του για τον εθισμό; Κάθε συμπεριφορά που σου δίνει προσωρινή ανακούφιση, προσωρινή απόλαυση, αλλά μακροπρόθεσμα φέρει αρνητικές συνέπειες, προκαλεί κάποια βλάβη, κι εσύ δεν μπορείς να την εγκαταλείψεις παρ’ όλα αυτά, είναι εθισμός.
«Η απάντηση στο γιατί εθίζεται κανείς δεν βρίσκεται στα γονίδια κάποιου, αλλά στη ζωή του. Αναφορικά με τους δικούς μου ασθενείς, είναι πολύ σαφές γιατί έχουν ανάγκη να ανακουφίσουν τον πόνο τους: Γιατί έχουν κακοποιηθεί σε όλη τους τη ζωή. Ξεκίνησαν τη ζωή τους ως κακοποιημένα παιδιά. Όλες οι γυναίκες με τις οποίες έχω δουλέψει αλλά και εκατοντάδες άνδρες έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά ως παιδιά. Οι άνδρες έχουν παραμεληθεί, κακοποιηθεί σωματικά ή ψυχικά, εγκαταλειφθεί…», λέει ο ίδιος και συνεχίζει:
«Την ίδια ώρα, υπάρχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος που αναπτύσσεται σε διάδραση με το περιβάλλον, δεν είναι απλά γενετικά προγραμματισμένος. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει, λοιπόν, ένα παιδί κυριολεκτικά θα διαπλάσει τον εγκέφαλό του».
Ο εθισμός κάνει ενέσεις ντοπαμίνης στον εγκέφαλο αυτών που τις χρειάζονται
Τα ναρκωτικά, η τηλεόραση, το shopping δεν είναι από τη φύση τους εθιστικά. Πράγματι επιδρούν στο ενδοκρινικό σύστημα, όμως μόνο όταν αυτό δεν είναι σωστά ανεπτυγμένο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που κάποια στιγμή τα δοκιμάζουν δεν εθίζονται. Αυτοί που εθίζονται είναι οι ευάλωτοι. Γιατί είναι ευάλωτοι; Γιατί όταν κακοποιήθηκαν ως παιδιά τα συστήματα αυτά στον εγκέφαλό τους δεν αναπτύχθηκαν.
«Όταν δεν έχεις αγάπη και σύνδεση στη ζωή σου σε τόσο μικρή ηλικία, τότε τα συστήματα αυτά δεν αναπτύσσονται σωστά, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να είναι επιρρεπής στα ναρκωτικά. Χάρη σε αυτά λαμβάνει τεχνητά την αγάπη ή την ανακούφιση που χρειάζεται», λέει ο Maté και μεταφέρει πώς το παρομοίωσε μια ασθενής του: «Την πρώτη φορά που έκανα ηρωίνη ένιωσα σα να με παίρνουν μια ζεστή αγκαλιά, σαν ένα μωρό που αγκαλιάζεται από τη μάνα του».
Ο ίδιος εξομολογείται ότι ένιωθε ένα αντίστοιχο κενό μέσα του. Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας το 1944 από Ούγγρους-Εβραίους γονείς λίγο πριν τη γερμανική κατοχή. Ως μωρό έκλαιγε συνέχεια. Γιατί; Επειδή οι υποδοχείς του εγκεφάλου του λάμβαναν το στρες και τη θλίψη της μητέρας του που αγωνιούσε για τη ζωή της οικογένειας, γνωρίζοντας τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν οι Εβραίοι. Ως μωρό έπαιρνε υποσυνείδητα το μήνυμα ότι ο κόσμος δεν το θέλει, γιατί αν η μητέρα του -ο κόσμος του- δεν είναι χαρούμενη μαζί του, σημαίνει ότι δεν το θέλει.
«Γιατί έγινα εργασιομανής αργότερα;» συνεχίζει. «Γιατί αν ο κόσμος δεν με θέλει, πρέπει τουλάχιστον να με χρειάζεται. Θα γίνω ένας σημαντικός γιατρός και θα με χρειάζονται. Και έτσι θα αναπληρώσω το αρχικό συναίσθημα ότι ήμουν ανεπιθύμητος. Έτσι, δούλευα συνέχεια και όταν δεν δούλευα ήμουν εθισμένος στη μουσική. Τι μήνυμα έπαιρναν από εμένα τα παιδιά μου; Ότι επίσης είναι ανεπιθύμητα. Και κάπως έτσι μεταφέρουμε, ασυνείδητα, το τραύμα από γενιά σε γενιά».
Προφανώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να γεμίσει ο καθένας αυτό το κενό, καταλήγει ο ίδιος, πάντως αυτό πάντα προέρχεται από όσα δεν πήραμε σε πολύ μικρή ηλικία.
Στην ομιλία του ο Gabor Maté δεν επεκτάθηκε στο πώς βγαίνει κανείς από έναν εθισμό. Έδωσε, ωστόσο, έμφαση στο να αγαπάμε περισσότερο τον εαυτό μας, τη φύση και να αναζητάμε την πραγματική φύση μας. «Χρειάζεται να βρει κανείς την εσωτερική του δύναμη για να μπορέσει να αντιμετωπίσει έναν εθισμό. Να αναζητήσει τη συμπαράσταση της κοινότητας, να βρει τη σοφία και τη δημιουργικότητα μέσα του», καταλήγει.