Η κετογονική δίαιτα (Keto diet) είναι μία από τις διατροφικές τάσεις που τράβηξαν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και μαζί με αυτά χιλιάδες οπαδούς. Ωστόσο, πόσο επηρεάζει την υγεία σου ένα τέτοιο διατροφικό πλάνο;

Απάντηση στο ερώτημα προσπαθεί να δώσει μια νέα μελέτη (Αύγουστος 2024), που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports Medicine. Συμμετείχαν υγιείς ενήλικες που ακολούθησαν για 12 εβδομάδες είτε κετογονική δίαιτα, είτε μια δίαιτα χαμηλή σε σάκχαρα, είτε μια δίαιτα με μέτρια περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Σκοπός ήταν να διερευνηθούν οι οι επιδράσεις καθεμιάς στο μικροβίωμα του εντέρου, την καρδιαγγειακή υγεία και τη ευεξία σε έναν γενικά υγιή ενήλικο πληθυσμό.

Οι κετογονικές (keto) δίαιτες μειώνουν σημαντικά την πρόσληψη υδατανθράκων, συχνά εις βάρος τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες, δίνοντας έμφαση σε επιλογές με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Αντίθετα, οι δίαιτες που είναι χαμηλές σε σάκχαρα περιορίζουν μόνο τα πρόσθετα σάκχαρα και τα σάκχαρα που βρίσκονται σε φυσικά τρόφιμα (π.χ. μέλι και χυμούς), επιτρέποντας μεγαλύτερη ευελιξία και ενσωμάτωση όλων των υγιεινών ομάδων τροφίμων.

Πώς επηρεάζεται το σώμα σου

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι και η κετογονική και η χαμηλή σε σάκχαρα δίαιτα οδήγησαν σε απώλεια βάρους. Ωστόσο, η ομάδα της κετογονικής δίαιτας παρουσίασε σημαντική μείωση στην ποικιλία του εντερικού μικροβιώματος μετά από μόλις τέσσερις εβδομάδες. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες που την ακολουθούσαν είχαν σημαντικά μειωμένα επίπεδα Bifidobacteria, ενός βακτηρίου που συνήθως λαμβάνεται ως προβιοτικό και είναι γνωστό για τη συμβολή του στην πέψη και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Επιπλέον, η μείωση στα υγιή βακτήρια του εντέρου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία του παχέος εντέρου και να συμβάλει στην αύξηση του κινδύνου παθήσεων όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2 και η κατάθλιψη. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, οι συμμετέχοντες αυτοί κατανάλωσαν περίπου 40% λιγότερες φυτικές ίνες σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, γεγονός που πιθανότατα εμπόδισε την επιβίωση και τη λειτουργία των ευεργετικών Bifidobacteria.

Πέρα από τα παραπάνω, η κετογονική δίαιτα εγείρει ανησυχίες για πιθανές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά, όταν κάποιος την ακολουθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τέλος, μην ξεχνάς ότι η υψηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών και η χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών, που σχετίζονται με δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων, μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης και υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Αντιθέτως, ο δεύτερος τύπος διατροφής φάνηκε να βελτιώνει τα επίπεδα της χοληστερόλης χωρίς να προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στο εντερικό μικροβίωμα.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι, ενώ και οι δύο δίαιτες μπορεί να βοηθήσουν στη διαχείριση του βάρους, η χαμηλή σε σάκχαρα διατροφή μπορεί να είναι πιο βιώσιμη και κατάλληλη για τη συνολική υγεία. Μια δίαιτα χαμηλή σε σάκχαρα θεωρείται γενικά ασφαλής και υγιεινή για τους περισσότερους ενήλικες, ενώ οι πιθανοί κίνδυνοι της κετογονικής δίαιτας βρίσκονται ακόμη υπό συζήτηση.

Βέβαια, οι ειδικοί τονίζουν ότι καλό είναι να μην υπεραπλουστεύουμε τις διατροφικές συστάσεις. Η εστίαση μόνο στο κομμάτι των σακχάρων μπορεί να σε κάνει να χάσεις τη… μεγάλη εικόνα. Επίσης, η προσέγγιση που λειτουργεί σε κάποιον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα λειτουργήσει και σε σένα. Με άλλα λόγια, πριν ξεκινήσεις οποιοδήποτε πρόγραμμα διατροφής, συμβουλέψου τον γιατρό σου ή έναν έγκυρο διαιτολόγο.