Της Δήμητρας Βγενά

Μία από τις αγαπημένες μου ελληνικές ταινίες εδώ και χρόνια είναι ο «Μπακαλόγατος» με τον αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο στο ρόλο του Ζήκου. Αξεπέραστη ερμηνεία, έξυπνες ατάκες το δίχως άλλο, δεν ήταν όμως μόνο αυτά που την τοποθετούν στην κορυφή των προτιμήσεων μου. Είναι η νοσταλγία μιας άλλης εποχής που εμείς οι νεότεροι δεν γνωρίσαμε, είναι οι γειτονιές που δεν προλάβαμε, είναι τα μπακάλικα που δεν χωθήκαμε ποτέ μέσα να ψωνίσουμε ένα κομμάτι τυρί ή μια κονσέρβα, είναι η ρετσίνα που δεν ήπιαμε στα φθαρμένα ξύλινα τραπεζάκια, είναι η μυρωδιά μιας παλιάς Ελλάδας που ποτέ δεν έφτασε στα ρουθούνια μας…

Σ’ ένα τυχαίο πέρασμα από την οδό Ψαρών στα σύνορα Δραπετσώνας – Πειραιά ανακάλυψα ένα ζωντανό «μουσείο» εκείνης της εποχής. «Το Ειδικόν» έγραφε η ταμπέλα, ήταν από αυτές τις παλιές, τις ζωγραφισμένες στο χέρι με λαδομπογιά. Πέντε –έξι τραπεζάκια πάνω στο φθαρμένο πεζοδρόμιο. Ανέβηκα τα σκαλάκια μαγνητισμένη και με χαρά μικρού παιδιού.
Ήταν μεσημέρι άδειο από κόσμο, μόνο στη γωνιά σ’ένα τραπεζάκι δυο γυναίκες έπιναν τη ρετσίνα τους τρώγοντας τις τελευταίες μπουκιές από το μεζέ τους.

«Το Ειδικόν» αποτελεί μια αυθεντική μπακαλοταβέρνα 100 χρόνων, ένα κόσμημα σε μια γειτονιά του Πειραιά. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’20 όταν ο Αριστείδης Παπακωνσταντίνου άνοιξε το «Οινοπαντοπωλείον το Ειδικόν», η γειτονιά μπορούσε να προμηθευτεί είδη μπακαλικής, μαναβικής αλλά και να κάτσει σε μια χούφτα τραπεζάκια να πιει το κρασί του κυρ-Αριστείδη και να τσιμπήσει καμιά ντομάτα, σαρδέλες του κουτιού, ελιές και ένα κομμάτι τυρί. Ο κυρ Αριστείδης με καταγωγή από το Γαρδίκι Τρικάλων έγινε γνωστός για τα τυριά του καθώς έρχονταν από το τυροκομείο της οικογένειας του στα Τρίκαλα. Έφτιαχνε όμως και τη δική του ρετσίνα στο υπόγειο του μαγαζιού, τόσο για να σερβίρει στο μαγαζί του όσο και για να την πουλάει. Κάπου στη δεκαετία του ’60 τα ηνία τα παίρνει ο γιος του Απόστολος ενώ έναν αιώνα μετά η ταμπέλα γυρίζει στα σωστά της καθώς ο εγγονός Αριστείδης έχει αναλάβει το μαγαζί.

«Είναι τρομερό, ενώ θα μπορούσα να είχα κάνει κορίτσια έκανα και ‘γω γιο και η ταμπέλα είναι ακριβώς ίδια όπως πριν από έναν αιώνα» μου λέει ο εγγονός Αριστείδης. Τώρα το μπακάλικο λειτουργεί αποκλειστικά σαν ταβέρνα μ’ένα γεύμα που ενώ επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες είναι αυτό που κερδίζει με διαφορά κάθε gourmet εστιατόριο. «Η μαμά Βούλα, μαγειρεύει αλλά βοηθάει και ο μπαμπάς όταν έχει κέφι» μου εξηγεί ο κ.Αριστείδης. Στο σέρβις ο ξάδελφος Γρηγόρης, ο Νίκος και φυσικά ο κυρ Αποστόλης. Φάβα κρέμα, μαμαδίστικοι κεφτέδες, πατάτες ψιλές κομμένες στο χέρι, σαλάτα ντομάτα, συκώτι στο τηγάνι, λουκάνικο και σουτζούκι, ομελέτα κορν-μπιφ, σαρδέλες Lucas στο λάδι, πικάντικη κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας και αυγά καγιανάς «τούρτα», είναι όσα μπορούμε να γευτούμε παρέα με ρετσίνα και 2-3 μπύρες που έχει στο ψυγείο. «Δεν ψωνίζουμε από super market ο πατέρας μου ψωνίζει μόνο από συνοικιακά μαγαζιά, είναι αυτής της νοοτροπίας, κρέας από το χασάπικο της γειτονιάς, ψωμί από τον φούρνο της περιοχής. Έτσι μεγάλωσε και αυτό δεν το αλλάζει» μου εξομολογείται ο κ.Αριστείδης. «Τα αλλαντικά τα παίρνουμε από τον Σάρρη και τα τυριά από τον Μπαταγιάννη στα Καμίνια» μου εξηγεί. Τον ρωτάω αν φτιάχνουν κάποιο γλυκό «Μόνο χαλβά έχουμε και τον παίρνουμε από τον Αργουδέλη, έναν φίλο του παππού Αριστείδη».

Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το εσωτερικό του μαγαζιού, είναι σαν πύλη που σε γυρνάει πίσω στον χρόνο… Νιώθω ότι είμαι στο ζωντανό σκηνικό της ταινίας του Μπακαλόγατου. Είναι προκλητικά απείραχτο στο πέρασμα του χρόνου, σε γοητεύουν τα παμπάλαια ψυγεία, τα ζωγραφιστά τσιμεντοπλακάκια, τα παλιά ραδιόφωνα, οι τσαγιέρες, φιγούρες από το θέατρο σκιών, οι δεκάδες πινακίδες, οι ταμπέλες, τα φωτιστικά, η παλιά ζυγαριά, τα κονσερβοκούτια, τα Tide που δεν είναι ντεκόρ κάποιου διακοσμητή αλλά γνήσιο μοναδικό σκηνικό φτιαγμένο από το χρόνο, να μας θυμίζει την γνήσια παλιά εποχή. Το 70 χρόνων και… ψυγείο «εν Ελλάδι 1938» με το ξυλόγλυπτο σκάλισμα όχι απλά είναι ένα κόσμημα του μαγαζιού αλλά λειτουργεί κανονικότατα!! Και κορνίζες με φωτογραφίες παντού, πολλές φωτογραφίες με εφοπλιστές, ηθοποιούς, επιχειρηματίες, πολιτικούς, τραγουδιστές!

Δεν ξέρω που να πρωτοκοιτάξω και τι να πρωτοθυμηθώ, η έκπληξη και η απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου. «Και όλοι αυτοί που το βρήκαν το μαγαζί σας κ.Αριστείδη;» η απορία μου εύλογη και γνήσια. «Δεν ξέρω» η απάντηση γρήγορη και αφοπλιστική «Ποτέ δεν τους ρώτησα», «Μάλλον ο ένας με τον άλλο». Στις κορνίζες περνάει η μισή Ελλάδα, η ιστορία μιας χώρας, από την Λάσκαρη μέχρι τον Καραμανλή και από τον Τσιτσάνη μέχρι τον Παπαϊωάννου και τη Φωτεινή Δάρρα. «Πολλοί από αυτούς είναι θαμώνες, αλλά η οικογένεια Μελισσανίδη το έχει στέκι της». Προσπαθώ να καταλάβω… άνθρωποι από τόσο διαφορετικούς κόσμους, μιας άλλης τάξης, με άλλη οικονομική επιφάνεια, τι κάνουν στρυμωγμένοι σ’ένα απλό λαϊκό μαγαζί στα στενά του Πειραιά. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, μου απαντά χωρίς να ρωτήσω κάτι «Εδώ έρχονται για την απλότητα του χώρου και της στιγμής, αυτό τους λείπει, εδώ ακουμπούν την ανθρώπινη πλευρά τους, ότι τίτλο και αν έχουν, όσα λεφτά και αν έχουν στο πορτοφόλι τους», «εδώ όλοι γίνονται μια παρέα τρώνε, πίνουνε, τραγουδούν». Εντυπωσιάζομαι ευχάριστα…


Κάθε Τετάρτη και Σάββατο έχει και όργανα, «κανονίζετε κάποιο live;» κάνω την ανόητη ερώτηση «δεν κανονίζουμε τίποτα εμείς, μια παρέα έρχεται με τα μπουζούκια και τις κιθάρες της, παίζουν, πίνουν, τραγουδούν. Το έχουν καθιερώσει» μπορεί να βρείτε την παρέα αυτή και άλλη μέρα, ανάλογα τα κέφια τους… απλά και αυθόρμητα!
Σκέφτομαι πως το μαγαζί αυτές τις μέρες θα κλείνει αργά αλλά κάνω λάθος. Ο κυρ Αποστόλης στις 11 το βράδυ κατεβάζει ρολά όσο ψηλά και αν έχει φτάσει το κέφι, όποιος και αν βρίσκεται μέσα στο μαγαζί. Άλλωστε εδώ διακρίσεις δε γίνονται όλοι είναι ίσοι. Το Σάββατο τους κάνει το χατίρι και το κρατάει έως τη μία το βράδυ πιο αργά δεν έχει. Το σέβονται και το καταλαβαίνουν όλοι οι θαμώνες αυτό, είναι σαν το «μπαμπά» που τους επαναφέρει όλους στην τάξη. Ο κυρ Αποστόλης είναι όλη μέρα στο μαγαζί, εκεί είναι η ζωή του και η οικογένεια του. Πράος, γλυκομίλητος, ευγενικός, χαμογελαστός εμπνέει σεβασμό και καλοσύνη. Άνθρωπος της δουλειάς χωρίς αυτή να επισκιάζει την οικογένεια του. Τις Κυριακές, τις γιορτές και τις αργίες το μαγαζί είναι κλειστό, είναι μέρες οικογενειακές και μη διαπραγματεύσιμες. Το ίδιο έχει περάσει και στο γιο του Αριστείδη.

«Πριν μια βδομάδα είχαμε βγάλει και τα βαρέλια στο δρόμο να τα πλύνουμε για να βάλουμε τη ρετσίνα» μου λέει γεμάτος περηφάνια. Μου δείχνει σε φωτογραφία τον επτάχρονο γιο του μέσα στο βαρέλι να καθαρίζει και χαμογελάει. Τον μυεί από μικρό σκέφτομαι «μαθαίνει από τώρα γιατί αυτός είναι η συνέχεια…» μου εξηγεί διακόπτοντας τη σκέψη μου. Και πως να μην είναι αφού αποτελεί μια καθαρά οικογενειακή επιχείρηση…
«Wi-Fi έχετε;» τον ρωτάει μια παρέα που μόλις κάθισε «Ναι, πατήστε το Ειδικόν», τους απαντά πρόσχαρα όσο εγώ γουρλώνω τα μάτια.
Ίσως είναι και η μοναδική παραχώρηση που έκανε στην τεχνολογία σκέφτομαι…

  • «Το Ειδικόν» έχει αποτελέσει σκηνικό ταινίας στη «Ρόζα της Σμύρνης»
  • Σκηνικό για τη διαφήμιση του Τρικαλινού με πρωταγωνιστή τον Πέτρο Φιλιππίδη.
  • Εξώφυλλο στο βιβλίο του Γιώργου Πίττα «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα»