Tο όραμα για τη δημιουργία του ξεκίνησε πριν 85 χρόνια, από μέλη του Συλλόγου, με αφετηρία την ανάγκη διαφύλαξης και διάσωσης της πολιτιστικής & αθηναϊκής κληρονομιάς. Το 1937, «οι Αθηναίοι του Τόπου», μία ομάδα νέων, που γεννήθηκε στους κόλπους του Συλλόγου, με πρωτεργάτες τον Δημήτριο Σκουζέ και Λάμπρο Καλλιφρονά, οργάνωσαν την «Έκθεση των Αθηναϊκών Κειμηλίων», σ’ ένα μέγαρο στην οδό Νικοδήμου, το οποίο δεν υπάρχει πια. Είχε προηγηθεί έκκληση στον τύπο για ευαισθητοποίηση των αρχών αλλά και όλων όσοι διέθεταν τεκμήρια της αθηναϊκής ιστορίας. Η μεγάλη επιτυχία της έκθεσης οδήγησε στην έκδοση του Αναγκαστικού Νόμου του 1938 «Περί ίδρυσης Μουσείου των Νεώτερων Αθηνών». Για τον σκοπό αυτό διατέθηκε το Φετιχιέ Τζαμί και ο Φώτης Κόντογλου ανέλαβε την ανάλογη διαμόρφωση του χώρου, μαζί με τον αρχιτέκτονα Α. Πλουμιστό.
Τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν λόγω του πολέμου και τα κειμήλια αποθηκεύθηκαν και μετά από μερικά χρόνια επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Το ζήτημα επανήλθε, μέσω του περιοδικού «Αθηναϊκά», το 1955 και 1973, επί Προεδρίας Δημ. Σκουζέ και Δημ. Γέροντα, αντίστοιχα, αλλά οι προσπάθειες δεν είχαν την αναμενόμενη έκβαση, παρ’ όλες τις αθρόες δωρεές κειμηλίων που είχαν γίνει στον Σύλλογο τη δεκαετία του ’60, για την επίτευξη του σκοπού. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι το 2019 όταν ο διακεκριμένος μαθηματικός και επιχειρηματίας και παλαιότερο μέλος του Συλλόγου (από το 1947) Κωνσταντίνος Πετρίδης, σύζυγος της Λίζας Σκουζέ-Πετρίδη, αποφάσισε να δωρίσει το σύνολο των συλλογών και των αρχείων της οικογένειας στον Σύλλογο, κίνηση που υπήρξε καθοριστική και καταλυτική για την ίδρυση του Μουσείου. Η συλλογή χρονολογείται από τον 18ο αιώνα έως και τα τέλη του 20ού και αποτελεί βασικό άξονα της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου, η οποία εμπλουτίζεται από τις δωρεές των οικογενειών Γέροντα, Σερπιέρη, Γεωργαντή, Σκιαδά κ.ά. και εκτίθεται στην ειδικά και όμορφα διαμορφωμένη από τον καθηγητή Παν. Πάγκαλο, μεγάλη αίθουσα του Συλλόγου. Δικαίως, δε, το μουσείο ονομάστηκε «Αθηναϊκό Μουσείο – Μόνιμη Συλλογή Σκουζέ-Πετρίδη».
Χρειάστηκαν τρία χρόνια μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του και επιστρατεύτηκαν πολλές επιστημονικές ειδικότητες (ιστορικοί, αρχιτέκτονες, μουσειολόγοι, συντηρητές κ.ά.) προκειμένου να υλοποιηθεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα. Τις μουσειολογικές μελέτες ανέλαβαν οι Έλενα Γκοτσίνα, διευθύντρια του Μουσείου, η Νιόβη Ανδριώτη και η Χριστίνα Κονδύλη. Υπήρξαν δε εκθέματα που χρειάστηκε να σταλούν στο εξωτερικό για συντήρηση. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρέμβαση και γενναία συνδρομή του Ευαγ. Στασινόπουλου, εγγονού του Ευαγ. Μουστάκα, με τη βοήθεια της οποίας έγινε ριζική ανακαίνιση του συνόλου των εγκαταστάσεων και αναδιαμόρφωση του κτιριακού συγκροτήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικογένεια Στασινόπουλου στηρίζει τον Σύλλογο των Αθηνών επί 127 συναπτά έτη και για τον λόγο αυτό, η αίθουσα του Εντευκτηρίου, φέρει το όνομα της μητέρας και του παππού του Ευαγ. Στασινόπουλου. Η επίσκεψη στο Μουσείο προσφέρεται για ένα μοναδικό αθηναϊκό ταξίδι με τα επιλεγμένα, ανεκτίμητα κειμήλια και τεκμήρια, διάσπαρτα παντού, να ξεδιπλώνουν την ιστορία και την εξέλιξη της Αθήνας καθώς και του αστικού τρόπου ζωής από τα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας (1777-1829) έως τα τέλη του 20ού.
Αφηγητές σ’ αυτή την περιήγηση παλιές, αρχοντικές οικογένειες των γηγενών Αθηναίων χέρι-χέρι με τους ετερόχθονες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη και μέσω γάμων ή/και επαγγελματικών δραστηριοτήτων έθεσαν, όλοι μαζί, τις βάσεις για την αστική κοινωνία, μετά το 1830. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η κινητήριος δύναμη του Μουσείου, Πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων και Αντιδήμαρχος κος Ελ. Σκιαδάς «την Αθήνα την έφτιαξαν οι ομογενείς με περιουσίες που ήλθαν από το εξωτερικό». Ο επισκέπτης, ανάμεσα στα πολύτιμα εκθέματα, μπορεί να δει ανέκδοτες σημειώσεις των Απομνημονευμάτων του Αγωνιστή του 1821, Παναγιώτη Σκουζέ (1777-1847), ο οποίος περιγράφει το χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας κάτω από την τυραννία του Χατζή-Αλή Χασεκή, τον σφραγιδόλιθο του Γεωργαντά Σκουζέ, το μπαούλο με χαραγμένα τα αρχικά του και την ένδειξη 1821, καθώς επίσης και το καριοφίλι του με το οποίο πολέμησε στην Ακρόπολη, την προτομή του Χριστόφορου Νέζερ (1803-1883), πρώτου χριστιανού φρούραρχου της Ακρόπολης, μία ωδή για τους γάμους του Οθωνα και της Αμαλίας.
Σε περίοπτη θέση βρίσκονται τα πορτρέτα του εμπόρου & τραπεζίτη Γεωργίου Σκουζέ (1811-1884) και της συζύγου του, Ελένης Καψάλη (1823-1906), κόρης του ήρωα της Επανάστασης, του Μεσολογγίτη Χρήστου Καψάλη, η οποία πριν τον γάμο της, υπήρξε στενή φίλη και συνοδός της Δούκισσας της Πλακεντίας. Μετά τον θάνατο της Δούκισσας (1854), μεγάλο μέρος της περιουσίας της αλλά και της οικοσκευής της πέρασε από τους κληρονόμους της, στην ιδιοκτησία του Γεωργίου Σκουζέ. Τα πορτρέτα είναι αντίγραφα ενώ τα πρωτότυπα, έργα του Νικ. Λύτρα, βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Γεώργιος και η Ελένη Σκουζέ έκαναν 8 παιδιά. Η κόρη τους, Αιμιλία, παντρεύτηκε τον επιχειρηματία & πολιτικό Γεώργιο Παχύ και απέκτησαν δύο κορίτσια, την Αμαλία και τη Λαυρία. Μέσω του γάμου της τελευταίας, με τον Φερνάρδο Σερπιέρη (γιος Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη στον οποίον οφείλεται η μεταλλευτική ανάπτυξη του Λαυρίου), δημιουργείται ένας μεγάλος κλάδος που συνδέει την αθηναϊκή οικογένεια Σκουζέ με την οικογένεια του Ιταλού επιχειρηματία. Γιος του Φερνάρδου και της Λαυρίας, και δισέγγονος του Γεωργίου Σκουζέ, ο επιχειρηματίας Ιωάννης Σερπιέρης (1902-1989) ή Τζώνυ, όπως τον αποκαλούσαν. Το όνομά του συνδέεται άμεσα με τον Πύργο της Βασίλισσας στο Ίλιον, ο οποίος ανήκει στην ιδιοκτησία του.
Ο Τζώνυ Σερπιέρης, το 1927, παντρεύτηκε την πανέμορφη και με έντονη προσωπικότητα Πηνελόπη-Ιουλία (1903-1985), κόρη του ευπατρίδη Μιχαήλ Βλαστού, γνωστού για την ενασχόληση και την εθνική δωρεά των αρχαιολογικών συλλογών του στο ελληνικό κράτος, και της Ρεγγίνας Λιδωρίκη.Η Ντιντή, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, είχε από μικρή ιδιαίτερες επιδόσεις στον αθλητισμό και το 1924 κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο αγώνισμα της αντισφαίρισης στους Ολυμπιακούς αγώνες που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι. Λόγω του ότι ήταν γεννημένη στη Μασσαλία, αγωνίστηκε με τα χρώματα της Γαλλίας, και το υπογεγραμμένο από τον Πιέρ ντε Κουμπερντέν δίπλωμά της, καθώς και άλλες τιμητικές διακρίσεις που έλαβε κατά τη διάρκεια της αθλητικής της πορείας, βρίσκονται κρεμασμένα στον τοίχο της αίθουσας του Μουσείου. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά, την Πατρίτσια-Λαυρία συζ. Παπαδημητρίου, τη Σαβίνα Ι. Σερπιέρη συζ. Λυκιαρδόπουλου και τον Φερνάνδο Ι. Σερπιέρη (1938-2016) (περισσότερο γνωστό με το όνομα Φρέντυ Σερπιέρης). Η σύζυγος του τελευταίου, Σαμπίνα Στάϊκου Σερπιέρη, δώρισε στον Σύλλογο την ομώνυμη συλλογή με το πλούσιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, έργα τέχνης και πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια. Συνεχίζοντας την περιήγηση βλέπουμε σε μία σπάνια, ισπανική λιθογραφία ν’ απεικονίζεται ο Γεώργιος Α’, με το όνομά του να αναγράφεται στα ισπανικά, Jorge, ένα έργο λαϊκής τέχνης, δωρεά του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» στο οποίο αντικατοπτρίζονται όλα τα οικήματα του κέντρου της πόλης εκείνης της εποχής, την 25ετηρίδα του Γεωργίου Α καθώς και διάφορα διατάγματά του, όπου διακρίνεται η χρυσόσκονη που χρησιμοποιούσε πάντα στην υπογραφή του.
Μέσα σε μία μεγάλη βιτρίνα, αφιερωμένη στον διπλωμάτη Αλέξανδρο Σκουζέ (1853-1937), γιο του Γεωργίου και της Ελένης, η χρυσοποίκιλτη στολή του, φωτογραφίες & πορτρέτα. Αυτό όμως που τραβάει αμέσως το βλέμμα είναι ένα μεγάλο κλειδί εξώπορτας, κολλημένο πάνω σε μία καρτ-ποστάλ που απεικονίζει το εκπληκτικό μέγαρό του στην οδό Ρηγίλλης, το οποίο, δυστυχώς, κατέληξε στη δαγκάνα της μπουλντόζας μαζί με πάμπολλα εκπληκτικά νεοκλασικά κτίρια. Όπως ακούσαμε από την μουσειολόγο Ε. Γκοτσίνα, στο συγκεκριμένο αυτό μέγαρο φιλοξενούνταν πολλές γνωστές προσωπικότητες που επισκέπτονταν την Αθήνα και υπάρχουν καταπληκτικές περιγραφές τόσο για το κτίριο όσο και για τις εκδηλώσεις που λάμβαναν μέρος εκεί. Στο κέντρο της αίθουσας βρίσκονται δύο σαλόνια που προέρχονται από οικογένειες της ομογένειας. Το ένα, κατασκευής 16ου αιώνα, της οικογένειας Σιουγιουτζόγλου, καπνέμποροι από την Κωνσταντινούπλη, ενώ το άλλο από το Καστέλο της Δούκισσας της Πλακεντίας, φτιαγμένο από τριανταφυλλιά, ρυθμού Μπιντερμάιερ. Στα έγγραφα της οικογένειας Σκουζέ, αναφέρεται το συγκεκριμένο σαλόνι, όπως επίσης η βιβλιοθήκη και η κονσόλα με τους καθρέπτες που βρίσκονται κοντά.
Απέναντι, προσωπικά αντικείμενα του αθηναιογράφου Δημητρίου Σκουζέ. Λίγο πιο κάτω, μία τραπεζαρία με σερβίτσια λιμόζ και ασημένια μαχαιροπήρουνα με χαραγμένα αρχικά, από την συλλογή Σερπιέρη και Πετρίδη και από ψηλά να τα θαυμάζει ο θεός έρωτας, ένα υπέροχο φωτιστικό από μαντέμι, βάρους 45 κιλών, το καλύτερα διατηρημένο από τα 3 που υπάρχουν στον κόσμο. Στο πίσω μέρος της αίθουσας ένα οθωνικό έπιπλο, με πιάτα στα ράφια, της συλλογής του Μιχαήλ Βλαστού, που βρισκόταν σε δωμάτιο κυρίας επί των τιμών στα παλαιά ανάκτορα, πέρασε από την Ασπασία Μάνου, σύζυγο του βασιλιά Αλέξανδρου, στην οικογένεια Γέροντα και μετέπειτα βρήκε την θέση του στο Μουσείο.
Η τελευταία ενότητα είναι αφιερωμένη στη δημοσιογράφο και συγγραφέα Λίζα Σκουζέ-Πετρίδη, κόρη του αθηναιογράφου και από το 1950 έως το 1972 Προέδρου του Συλλόγου των Αθηναίων, Δημητρίου Σκουζέ (1890-1972). Σε μία μικρή αίθουσα παρουσιάζονται, ψηφιακά, ανέκδοτες συνεντεύξεις της 50 προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα από τους χώρους των γραμμάτων και τεχνών (Κων/νος Τσάτσος, Αλέκος Φασιανός, Γιάννη Μόραλης, Ελένη Καζαντζάκη, Αλέξης Μινωτής κ.ά.), συνοδευόμενες από πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Στην ίδια αίθουσα, εκτίθενται μικρά έργα τέχνης που της είχαν αφιερώσει προσωπικά, ορισμένοι ζωγράφοι από τους οποίους είχε πάρει συνέντευξη. Σε μία μικρή προθήκη, ένα πολύ όμορφο κουτί για τάματα, που έφτιαξε ειδικά γι’ αυτήν, η φίλη της, Νίκη Καραγάτση, σύζυγος του γνωστού συγγραφέα. Το Αθηναϊκό Μουσείο είναι ένα αφήγημα δύο αιώνων, μας λέει ο Ελευθέριος Σκιαδάς. Και συνεχίζει, «Είναι ένα υπερ-μουσείο. Είχαμε τη δυνατότητα να το εγκαταστήσουμε σ’ ένα μεγαλύτερο κτίριο, αλλά προτιμήσαμε να το κάνουμε εδώ, στην καρδιά της Πλάκας, που διατηρεί το χρώμα και το άρωμα της παλιάς Αθήνας. Πίσω από κάθε έκθεμα, υπάρχουν αμέτρητα έγγραφα που το συνοδεύουν και το τεκμηριώνουν, τα οποία θα τα παρουσιάσουμε ψηφιακά αλλά και με περιοδικές εκθέσεις. Στα εκθέματα αυτού του Μουσείου αντιστοιχούν 140 βιβλία».