Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Θα είμαι ειλικρινής. Τον «TheKrank» ή κατά κόσμον Βασίλη, δεν τον γνώριζα πριν «συλλάβουν» οι καλλιτεχνικές κεραίες μου την «Εγκατάλειψη». Έκτοτε οι σελίδες του στα socialmedia είναι πάντα πρώτες στο ιστορικό του υπολογιστή μου. Τα ασπρόμαυρα, αφηρημένου εξπρεσιονισμού έργα και οι συνθέσεις του από ιδεογράμματα σχεδιασμένα με πινέλο,στην «Εγκατάλειψη» στα Προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, και να θες, δεν γίνεται να σε αφήσουν αδιάφορο.
«Από την Ελλάδα έφυγα βιαστικά το 2013,με έντονο το αίσθημα της απογοήτευσης. Η προσαρμογή μου στο εξωτερικό ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, πράγμα που με κράτησε συγκεντρωμένο στην περιπέτειατου επαναπροσδιορισμού της ζωής μουκαι όχι στο θρήνο αυτών που εγκατέλειψα», απαντά όταν τον ρωτώ σχετικά με τη μετοίκησή του στο Βερολίνο.«Δεν κατάφερα να δεθώ ολοκληρωτικά σε συναισθηματικό επίπεδο με κάποιον από τους τόπους που έζησα καθώς ένοιωθα έντονα την ανάγκη φυγής και απεγκλωβισμού. Μετά από πέντε χρόνια απομόνωσης επισκέπτομαι την Ελλάδα, την οικογενειά και τους/ις φίλους/ες μου και στις σύντομες επισκέψεις μου προσπαθώ όσο μπορώ να αναπληρώσω το χρόνο της απουσίας μου».
—Μετά από αρκετά χρόνια εργασιακής εμπειρίας στο δημιουργικό κομμάτι της γραφιστικής συνειδητοποίησαό,τι η καλλιτεχνική καλλιέργεια, η εκπαίδευση και η εμπειρία που είχα αποκτήσει, στην επικοινωνία και οπτικοποίηση ενός μηνύματος ή μιας ιδέας, είχαν εγκλωβιστεί σε ένα εφαρμοσμένο πλαίσιο που δεν μου πρόσφερε την ελευθερία προσωπικής έκφρασης. Το επάγγελμα μου δεν με ικανοποιούσε και σε συνδυασμό με τις εργασιακές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα πήρα την απόφαση να δοκιμάσω αυτό που πραγματικά με γεμίζει.
—Η μητέρα μου ήταν σχεδιάστρια και ο πατέρας μου μουσικός. Μέσα από τους γονείς μου ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με τις τέχνες, μέχρι που στα εφηβικά μου χρόνια βρήκα το μονοπάτι μου στον τέχνη του δρόμου.
—Πλέον καταφέρνω να βιοπορίζομαι σε ένα λογικό πλαίσιο. Η επαγγελματική ενασχόληση με τα καλλιτέχνικά είναι ένας δύσκολος δρόμος και απαιτεί πλήρη αφοσίωση, επιμονή, μεγάλη τύχη και συνεχής εσωτερική «εργασία». Πιστεύω αρκετά στον εαυτό μου και προσπαθώ προσγειωμένος να βρίσκω το επόμενο βημα που θα με φέρει πιο κοντά στον στόχο μου.
—Αρκετές φορές εγκλωβίστηκα σε αρνητικές σκέψεις και καταστάσεις αλλα δεν άφησα τον εαυτό μου να επιρεαστεί σε τόσο μεγάλο βάθμο ώστε να κάνω βήμα πίσω. Έχω μάθει να ελίσομαι και να βρίσκω λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν.Προσπαθώ να κοιτάζω τη ζωή με αισιοδοξία και πιστεύω στους ανθρώπους, στην καλοσύνη και την αλληλεγγύη. Πλέον όταν συναντώ μια δυσκολία βάζω τα δυνατά μου για να την ξεπεράσω και αυτό με κάνει πιο δυνατό.
—Krank, στα γερμανικά σημαίνει «άρρωστος» και ήταν μια απλοϊκή μετάφραση των εικαστικών έργων που ξεκίνησα να δημιουργώ στο Βερολίνο. Οι ιστορίες που αφηγούμαι μέσα από την τέχνη μου είναι γραμμένες σε μια βαθιά εικαστική γλώσσα που ανακλά τον αντίκτυπο της σύγχρονης ζωής στην ανθρώπινη ψυχολογία και στην ευρύτερη κοινωνία. Η θεματολογία μου περιστρέφεται γύρω από την σκληρή πραγματικότητα καθώς πιστεύω ότι νοσώ από την «ασθένεια» που ονομάζω ρεαλισμό.
—Μέσα από την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου, προσπαθώ να καλλιεργήσω μια ηθική υπόσταση μέσα στην περίπλοκη δομή της σύγχρονης ζωής. Οι αφηγήσεις μου είναι δυσανάγνωστες αλλά και παράλληλα ελεύθερες προς ερμηνεία. Ο συνδυασμός της τυπογραφίας με την χρήση του αφηρημένου εξπρεσιονισμού δημιουργούν ένα κωδικοποιημένο μήνυμα που κατευθύνει τον θεατή στην διερεύνηση της μύχιας σκέψης.
—Πριν από την μετανάστευση μου πειραματίστικα αρκετά με το χρώμα χωρίς να έχω κατασταλάξει κάπου αισθητικά αλλα και εννοιολογικά. Όταν όμως βρέθηκα σε μια καινούργια σκληρή πραγματικότητα και συγκετρώθηκα ουσιαστικά στην τέχνη μου, τότε αντιλήφθηκα και την σημασία αυτής. Η ζωή μου βρισκόταν σε μια πλήρη αστάθεια μεταξύ αναζήτησης και ολοκλήρωσης, χαράς και λύπης, ματαιότητας και ελπίδας. Η αντίθεση που δημιουργεί το λευκό με το μάυρο χρώμα ήταν ακριβώς η συναισθηματική κατάσταση που βίωνα και αποτυπώθηκε υποσυνειδητα στην τέχνη μου. Με την πάροδο του χρόνου δέθηκα συναισθηματικά με αυτά τα δύο χρώματα και πιστεύω είναι ένα μέρος της εικαστικής «φωνής» μου.
—Τα έργα μου χωρίζονται σε δύο σκέλη. Το πρώτο κομμάτι είναι το βιωματικό μέρος όπου τα έργα μιλάνε για τις περιπέτειες του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια μου να αποτυπώσω και να επεξεργαστώ στο σήμερα θαμένες αναμνήσεις και ξεχασμένα συναισθήματα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το αναφορικό και τα συγκεκριμένα έργα μιλάνε για το σήμερα και το άυριο. Πηγή έμπευσης αυτών των έργων είναι η δύσκολες καταστάσεις της καθημερινότητας και η ανησυχία μου για το μέλλον.
—Η «Εγκατάλειψη» ήταν μια απόπειρα καλλιτεχνικού πειραματισμού πάνω σε ένα προσωπικό ζήτημα που έχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η εγκατάλειψή μου λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας και η πολυετής απομόνωσή μου στο εξωτερικό έφεραν στην επιφάνεια αναπάντητα ερωτήματα που συνδέθηκαν βαθύτερα με την αναζήτηση και τη νοσταλγία του ανύπαρκτου για μένα τόπου. Ο ξεριζωμός είναι κομμάτι της οικογενειακής μου ιστορίας. Ο παππούς και η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, είχαν καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Μέτα την μικρασιατική καταστροφή ο παππούς μου εγκαταστάθηκε στις προσφυγικές κατοικίες της Πάτρας και εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά και εγγόνια.Το πρώτο κομμάτι της «Εγκατάλειψης»παρουσιάστηκε στις προσφυγικές κατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας και ήταν μια μορφή άτυπης έκθεσης. Πραγματοποιήθηκε σε ολόκληρο το οικοδομικό συγκρότημα, όπου εγκατέλειψα κυριολεκτικά είκοσι έργα διαφόρων διαστάσεων σε τυχαία σημεία. Η τοποθεσία της παρέμβασης παρέμεινε μυστική και κοινοποιήθηκε αμέσως μετά την εγκατάσταση των έργων στον χώρο. Οι επισκέπτες κλήθηκαν να εξερευνήσουν το μέρος με απόλυτο σεβασμό στους κατοίκους και τη γειτονιά. Μέσα από έναν χάρτη ξεκίνησε το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού. Η εγκατάλειψη των έργων ανταμείφθηκε με την εγκατάσταση μικρών ομάδων εξερευνητών που, με αφορμή την ανακάλυψη των έργων, ξεκίνησαν μια διαδικασία εξερεύνησης της σκιερής πλευράς της πόλης και της κοινωνίας. Τον Ιανουάριο επέστρεψα στο σπίτι μας στα προσφυγικά στην Πάτρα για να κλείσω το συγκεκριμένο κεφάλαιο, καθώς ένιωθα ότι έπρεπε να βάλω τελεία στο μέρος όπου ξεκίνησαν όλα.Δημιούργησα ένα μεγάλης συναισθηματικής αξίας εικαστικό στον πλέον ήρεμο προαύλιο χώρο, που θυμάμαι να κατακλύζεται από παιδικές φωνές και ομιλίες, και το εγκατέλειψα στους στύλους που απλώνουν τα ρούχα τους οι ένοικοι. Το έργο εγκαταλείφθηκε με την αποχώρησή μου, αλλά το οικειοποιήθηκαν αυτήν τη φορά ο πατέρας μου και η γιαγιά μου. Ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου παρέμεινε σε αυτό το μικρό γεωγραφικό κομμάτι της πόλης που θεωρώ δικό μου τόπο. Η συγκεκριμένη δράση δεν είχε κάλεσμα και δεν διαδόθηκε στο Διαδίκτυο. Ήταν μια πολύ προσωπική στιγμή που προτίμησα να την μοιραστώ με την οικογένειά μου, ορισμένους γείτονες, τον ήχο των αμέτρητων καναρινιών και τις χιλιάδες αναμνήσεις και τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν.
Τι νέο θα δούμε από σένα μέσα στο ’19;
Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να χρησιμοποιώ διαφορετικά μέσα έκφρασης πέρα απο την ζωγραφική. Μέσα από τη γραφή, τις εικαστικές παρεμβάσεις και τις τοιχογραφίες που θα δημιουργήσω αυτό το έτος θα προσπαθήσω να προσεγγίσω ορισμένα βασικά θέματα που αφορούν την αστική κρίση και τις επιπτώσεις τους στο κοινονικό σύνολο. Ευελπιστώ το υλικό που θα συγκεντρώσω να μου δώσει την πρώτη ύλη για την δημιουργία μιας μεσαίου μήκους ταινίας με τίτλο «UrbanCrisis».