Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης, αυτός ο τρομερά cool τύπος που φέτος το χειμώνα τον βλέπουμε επί σκηνής σε δύο εκπληκτικές δουλειές, τον «Αράφ» στο θέατρο Αποθήκη και στην παράσταση «Ο Τόρνος» στο θέατρο Olvio, είναι στα αλήθεια ο πιο χαλαρός τύπος που ξέρεις. Δεν μασάει γενικά, δεν κάνει εκπτώσεις στα θέλω του και… δεν ζει μόνο για να δουλεύει μα απολαμβάνει κάθε λεπτό που μπορεί γερός να περπατά και να αναπνέει!
Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Αρχικά να σε αποκαλώ Ιωσήφ ή Σήφη;
Είμαι βαπτισμένος Ιωσήφ, αλλά οι περισσότεροι με φωνάζουν Σήφη. Φωνάζέ με όπως σου αρέσει! Ακούω και στα δύο!
Από που κρατάει η σκούφια σου;
Έχω γεννηθεί στη Γερμανία. Οι γονείς μου κατάγονται από την Αλεξανδρούπολη και εγώ έχω μεγαλώσει στο Λουτράκι. Το αγαπημένο μου Λουτράκι! Είναι το πατρικό μου εκεί, οπότε πηγαίνω συχνά…
Αδέρφια έχεις;
Αμέ! Είμαστε τρεις!
Με τις τέχνες ασχολείται κανείς άλλος ή μόνο εσύ;
Ο μικρός μου αδερφός είναι κιθαρίστας. Βέβαια σκέψου ότι κι εγώ ως μουσικός ξεκίνησα. Είμαι μπασίστας.
Και η υποκριτική; Πως προέκυψε;
Ήμουν σε ένα group και έτυχε να κάνουμε πρόβες στον ίδιο χώρο με μία θεατρική ομάδα όταν ακόμα ζούσα στο Λουτράκι. Η θεατρική ομάδα ήταν στον πάνω όροφο και στο ισόγειο παίζαμε εμείς. Μία μέρα λοιπόν που ανέβηκα πάνω, μου πρότεινε ο σκηνοθέτης που είχε την ομάδα να παίξω και… έπαιξα! Έτυχε εν τω μεταξύ εκείνη την περίοδο κάπως να αρπαχτούμε στο group και αποφάσισα αντί για το ισόγειο να πηγαίνω πλέον στον πρώτο… Χα, χα!
Και πότε ήταν που αποφάσισες να δουλεύεις αποκλειστικά ως ηθοποιός και κατάφερνες να ζεις από αυτό;
Είμαι τυχερός μάλλον γιατί έπιασα σχετικά γρήγορα δουλειά. Σπούδαζα στην Δραματική Σχολή «Εμπρός» και κάναμε μία παράσταση όλοι οι μαθητές τότε την «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου, η οποία πήγε πολύ καλά και έτυχε να κάνω μετά τηλεόραση πολύ γρήγορα.
Φέτος σε συναντάμε στο θέατρο Αποθήκη στην παράσταση «Αράφ» του Γιάννη Τσίρου, με τη Ράνια Σχίζα και τον Φώτη Λαζάρου. Μίλησέ μας γι αυτή τη δουλειά…
Ναι είμαστε μία ωραία ομάδα εκεί. Είμαι πολύ ευτυχισμένος γιατί φέτος και στη μία και στην άλλη παράσταση που συμμετέχω δουλεύω με δύο εκπληκτικούς σκηνοθέτες. Τον Γιώργο Παλούμπη στον Αράφ και τον Μιχάλη Κοιλάκο στον Τόρνο. Στον Αράφ τώρα που λες, εντάξει το να δουλεύεις με τον Τσίρο είναι ευλογία αφού είναι ίσως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Μετά η Ράνια Σχίζα και ο Φώτης Λαζάρου που είναι μαζί μου επί σκηνής είναι πολύ ταλαντούχοι οπότε υπάρχει αυτό που λένε η μαγιά…
Είναι μια δουλειά με ξεκάθαρο αλληγορικό μήνυμα, κάτι που ο θεατής αντιλαμβάνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά…
Πράγματι. Είναι ένα έργο ζόρικο με ζόρικα μηνύμα αλλά έτσι δεν είναι ούτως ή άλλως και η ζωή; Το εξαιρετικό κείμενο του Γιάννη αποτυπώνει πολύ εύστοχα τους προβληματισμούς της κοινωνίας του σήμερα. Όλους αυτούς τους φόβους που μας στοιχειώνουν. Ένας σκύλος σώζεται από βέβαιο πνιγμό μα έπειτα κανείς δεν θέλει να τον κρατήσει κοντά του. Τον φοβούνται… Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα αλληγορική ιστορία για το μεταναστευτικό και τις ανθρώπινες αξίες που σε βάζει σε σκέψεις…
Πόσο εύκολο ήταν να προσεγγίσεις με τόση ευγένεια και ζεστασιά, ένα τόσο σοβαρό ζήτημα;
Ήταν αρκετό τοβάρος στο πως πρέπει να προσεγγίσω αυτό το τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ζήτημα. Κάθε χρόνο είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που χάνονται στη θάλασσα. Είναι εξωφρενικά μεγάλος, Είναι τεράστιος. Και σκέψου ότι το έργο γράφτηκε πριν την τραγωδία με το ναυάγιο στην Πύλο όταν στο πλοίο τότε επέβαιναν περισσότερα από 500 άτομα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο μας αφορά όλους και όχι μόνο εμάς που ζούμε στην Ελλάδα. Αφορά όλη την Ευρώπη, γιατί ο κόσμος αυτός εκεί θέλει να πάει, στην Ευρώπη, αφού στην ουσία τους διώχνουν από την πατρίδα τους.
Επί σκηνής η Ράνια Σχίζα λέει τη συγκλονιστική φράση «είναι δυνατόν κάποιος να τον πέταξε στη θάλασσα; Αυτό θα σήμαινε την απόλυτη παρακμή του είδους μας! Τελικά, έχει φτάσει η απόλυτη παρακμή του ανθρωπίνου είδους ή υπάρχει ακόμα χρόνος; Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι; Φως; Ελπίδα;
Νομίζω ότι πλέον έχουμε τυφλωθεί. Είναι τόσες πολλές οι εικόνες που προσλαμβάνουμε καθημερινά, που πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να μας περνούν αδιάφορα τα πράγματα που συμβαίνουν. Θυμάμαι ότι το ‘80 όταν δείξανε πρώτη φορά νεκρό σε εφημερίδα είχε γίνει ο κακός χαμός σε όλη τη χώρα. Τώρα δείχνουν νεκρούς και δεν τρέχει τίποτα. Και όχι έναν. Δείχνουν 500 νεκρούς και είναι σαν να είναι η καθημερινότητά μας. Δεν ανοίγει ρουθούνι. Ο άνθρωπος είναι ένα ον που συνηθίζει εύκολα σε αυτό που του δίνουν. Για παράδειγμα σκέψου αν το το 2000 σου λέγανε ότι θα ζούμε σήμερα με 500 και 600 ευρώ, θα γέλαγες. Και όμως φτάσαμε στο σημείο να ζούμε με 500 και 600 ευρώ. Γιατί απλά συνηθίσαμε. Δεν σημαίνει ότι είναι καλό αυτό. Απλά ο άνθρωπος είναι ένα ον πολύ προσαρμοστικό και προσαρμόζεται ανάλογα με τις καταστάσεις…
Πως μπορεί κανείς να υψώσει ανάστημα σε αυτό;
Μόνο με με συλλλογική προσπάθεια μπορεί η κατάσταση να αλλάξει. Ο καθένας μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όταν ο κόσμος το αποφασίσει και καταλάβει τη δύναμή του, όλα μπορούν να γίνουν…
Social Media έχεις;
Μπα. Έχω δηλαδή εκεί κάτι λογαριασμούς αλλά δεν τους χρησιμοποιώ. Δεν τους έφτιαξα καν εγώ. Μου τους είχαν δημιουργήσει κάτι συνεργάτες μου για να προωθούμε τη δουλειά… Τι να τα κάνω; Μου λένε μα για να επικοινωνείς. Ε, εγώ αλλιώς την ξέρω την επικοινωνία. Αν δεν σε έχω απέναντί μου, να σε βλέπω όταν σου μιλάω πως να κουβεντιάσω; Προτιμώ αντί να χάνω χρόνο σε αυτά, να διαβάσω ένα βιβλίο. Είναι μεγάλος ο υλισμός στις μέρες μας σε όλα. Στη ζάχαρη, στο κινητό, στο ένα, στο άλλο, και φτάνουμε μετά όλοι να παλεύουμε με τους εθισμούς.
Γενικότερα κρατάς μία στάση ζωής πιο… ιδιωτική. Δεν μαθαίνουμε συχνά πράγματα για την προσωπική σου ζωή…
Ναι προσπαθώ να την κρατάω για εμένα γιατί δε νομίζω ότι ενδιαφέρει και κανέναν τι κάνω… Δεν είμαι γενικά της άποψης να φωτογραφίζω και να προωθώ ας πούμε, τη ζωή μου για να μπορώ να επιβιώσω σε αυτό το χώρο. Είμαι πολλά χρόνια ηθοποιός και προσπαθώ να επιβιώνω μέσα τη δουλειά μου και μόνο.
Παράλληλα Δευτέρα και Τρίτη σε βλέπουμε για δεύτερη χρονιά στην παράσταση «Ο τόρνος» του Γιάννη Κεντρωτά στο θέατρο OLVIO με τους Ελισσαίο Βλάχο, Τάνια Παλαιολόγου και Φοίβο Συμεωνίδη. Τι πιστεύεις ότι έχει κάνει αυτή τη δουλειά να ξεχωρίσει;
Ο Τόρνος είναι μία πραγματικά πολύ ωραία δουλειά και πράγματι ο κόσμος την έχει αγαπήσει πολύ. Έρχεται μετά την παράσταση πολλές φορές και αμς το λέει. Ο σκηνοθέτης μας, ο Μιχάλης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Μας έφερε όλους τόσο κοντά και είμαστε επί σκηνής σχεδόν σα ένα σώμα. Με την Τάνια και τον Ελισσαίο είχα ξαναδουλέψει στο παρελθόν, με το Φοίβο τώρα γνωριστήκαμε αλλά η ομάδα γενικά έδεσε αμέσως και νομίζω αυτή η θετική χημεία βγαίνει και επί σκηνής.
Πρόκειται για ένα έργο βαθιά τραγικό, με σουρεαλιστικά στοιχεία και περισσότερο μαύρο απ’ ό,τι κωμικό. Ποιες οι δυσκολίες που συνάντησες προκειμένου να προσεγγίσεις τον ρόλο του Φώτη;
Εδώ, σε αντίθεση με τον Αράφ, δυσκολεύτηκα πολύ. Το έργο ενώ πραγματεύεται θέματα πολύ σκληρά, όπως η βία, κι ενώ σου δίνει γροθιές στο στομάχι συνέχεια, όλη αυτή η κατάσταση εκτονώνεται με γέλιο. Φεύγεις από το θέατρο με χαρά και όσο περνάει η ώρα μετά αρχίζεις και σκέφτεσαι περισσότερο και πιο βαθιά, τα ζητήματα που είδες. Αυτό μας έχουν πει δηλαδή, και οι θεατές μετά το τέλος της παράστασης. Μετά επεξεργάζεσαι το τι έχει γίνει. Δε θα ξεχάσω, ας πούμε, πέρσι στις αρχές κιόλας, ήταν ένα ζευγάρι, μια κοπέλα κι ένα αγόρι. Η κοπέλα έκλαιγε και το αγόρι γελούσε. Ξαφνικά τον χτυπάει και του φωνάζει «μα πως γίνεται να γελάς, δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί πάνω;» Θεωρώ ότι είναι αυτή η μαγεία της παράστασης. Παράλληλα νομίζω παίζει ρόλο και πως ο καθένας από εμάς έχει έναν άνθρωπο στον περίγυρό του τον οποίο θα συσχετίσει με κάτι από αυτά που βλέπει. Σίγουρα έχεις δει, αν δεν το έχεις νιώσει. Έχεις κάποιο φίλο που έχει ζήσει κάποια από αυτά τα πράγματα, τη βία στην οικογένεια, τη βία στο γήπεδο, τη βία του καθηγητή, το αλκοόλ. Τώρα όσον αφορά στον ρόλο μου, τον Φώτη, ήμουν τυχερός γιατί είχα έναν μαέστρο από κάτω που με οδηγούσε να κάνω αυτά τα πράγματα, να βγάζω συμπεριφορές και συναισθήματα και επέλεξε τα καλύτερα κομμάτια για να μπορέσει να βάλει να φτιάξει τελικά το παζλ. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο. Σκέψου ότι υπήρχαν σκηνές που δεν μπορούσα καν να τις βλέπω στην πρόβα, γιατί θύμωνα πάρα πολύ. Έφευγα, έλεγα δε θέλω να δω αυτή τη σκηνή.
Επι σκηνής ο Αλέξης καλείται να ακολουθήσει τη δουλειά του πατέρα του στον τόρνο. Εσύ, ως γιος το να ακολουθήσεις το επάγγελμα του πατέρα σου είχε πέσει ποτέ στο «τραπέζι»;
Έπεσε, έπεσε. Κι όπως έπεσε… ξαναέφυγε! Χα,χα! Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός. Όταν λοιπόν μου το πρότειναν, είπα όχι μακριά από εμένα. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ δεν θα κάνω τίποτα από όλα αυτά.
Την απόφασή σου να γίνεις ηθοποιός πως τη δέχθηκαν;
Δύσκολα. Τους πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να το αποδεχθούν.
Εσύ αν κάνεις παιδί τι επαγγελματικό δρόμο θα το συμβουλέψεις να ακολουθήσει;
Αρχικά, δεν θα κάνω παιδί. Δεν με ενδιαφέρει να συνεχίσω το είδος μου. Ίσως κάποια στιγμή υιοθετήσω… Είμαι πιο κοντά σε αυτό από ότι στο να κάνω παιδί. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα του πω είναι να κάνει ότι γουστάρει η καρδούλα του και ότι τον κάνει ευτυχισμένο. Αρκεί να περνάει καλά γιατί η ευτυχία ενίοτε κρύβει ζόρια. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Οπότε αυτό. Να προσπαθει να είναι ευτυχισμένο.
Τώρα που τέλος Φλεβάρη τελειώνει «Ο Τόρνος» τι θα κάνεις;
Πρόβες για την επόμενη παράσταση που θα κανουμε στο θέατρο OLVIO, που λέγεται «Γιοσίρου». Χα,χα! Θα είμαστε εδώ και μετά τον Φλεβάρη η ίδια ομάδα, με την Τάνια δηλαδή, τον Ελισσαίο και τον Φοίβο. Είναι ένα έργο που έχει γράψει επίσης ο Γιάννης Κεντρωτάς και πραγματικά ανυπομονώ!