«Έπεσε βαθιά σιωπή» σήμερα στο ελληνικό τραγούδι. Ο Μίμης Πλέσσας, ο σπουδαίος μουσικός, ο πολυγραφότατος συνθέτης, ο μεγάλος δάσκαλος, ο μαέστρος, έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή, λίγες μόλις ημέρες πριν συμπληρώσει τα 100 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες τραγούδια-«διαμάντια» που είναι καταγεγραμμένα ανεξίτηλα στο μυαλό και στην καρδιά κάθε Έλληνα.
Ήταν εκείνος που, μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, δημιούργησε, το 1969, τον πιο εμπορικό ελληνικό δίσκο όλων των εποχών, τον μυθικό «Δρόμο» με τα αθάνατα τραγούδια του, που ερμήνευσαν μοναδικά ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ρένα Κουμιώτη: «Το Άγαλμα», «Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου», «Ξημερώνει Κυριακή», «Γέλαγε η Μαρία»… Μελωδίες υπέροχες και στίχοι μαγικοί που μέχρι σήμερα, δεκαετίες μετά την δημιουργία τους συγκινούν, δημιουργούν έντονες εικόνες και συναισθήματα.
Δεν ήταν όμως μόνον ο Πουλόπουλος που εκτοξεύθηκε με τα τραγούδια του Πλέσσα αλλά και πλήθος ακόμη τραγουδιστών, όπως η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου, η Νάνα Μούσχουρη…
Επί δεκαετίες ολόκληρες όποια νότα άγγιζε ο Μίμης Πλέσσας γινόταν χρυσός. Κι αυτό μόνον τυχαίο δεν ήταν αφού υπήρξε ένας σπάνιος μελωδός που σε συνδυασμό με τις άριστες μουσικές γνώσεις του έκανε θαύματα όταν καθόταν στο πιάνο του. Η μουσική του φαντασία ήταν αχαλίνωτη, η δεξιοτεχνία του μεγάλη γι΄ αυτό και δεν δίστασε να εκφραστεί σε όλα τα μουσικά είδη, από την τζαζ και την ελαφρά μουσική ως το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και τις μεγάλες μουσικές φόρμες.
Ήταν μικρό παιδί ακόμη όταν έκατσε για πρώτη φορά στο πιάνο. Τα μικρά του δάχτυλα ίσα που άγγιζαν τα πλήκτρα. Η δύναμή τους όμως ήταν από τότε μεγάλη, πολύ μεγάλη. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι από τα 15 του μόλις του χρόνια έπαιζε στην ορχήστρα ελαφράς μουσικής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Στα φοιτητικά του χρόνια οι νότες έδωσαν μάχη με τους αριθμούς και τα σύμβολα και επικράτησαν πανηγυρικά. Οι σπουδές του στα μαθηματικά, τη φυσική και την χημεία ήταν απλά ένα σκαλοπάτι πριν φθάσει στον προορισμό για τον οποίο ήταν γεννημένος: τη μουσική. Και η διαμονή στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 τού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει την τζαζ μέσα από σπουδαίους εκπροσώπους της.
Η πρώτη μουσική του περίοδος μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο στην ελαφρά μουσική με κομμάτια όπως τα «Ποιος το ξέρει», «Αστέρι, αστεράκι», «Πόσο λίγο μ’ αγαπούσες» κ.α.
Η συνάντησή του, ωστόσο, με τον Γιάννη Δαλιανίδη θα ανοίξει ένα νέο, χρυσό κύκλο στην καριέρα του, αυτόν του ελληνικού κινηματογράφου και των μιούζικαλ. Οι μουσικές και τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα θα ερμηνευτούν από τους γνωστότερους πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης και τα γίνουν τεράστιες επιτυχίες. Η Μαίρη Χρονοπούλου θα ξεσηκώσει τα πλήθη τραγουδώντας «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και «Του αγοριού απέναντι» στο «Μια κυρία στα μπουζούκια», η Ζωή Λάσκαρη θα τραβήξει όλα τα βλέμματα με το «Crazy Girl» στις «Θαλασσιές τις χάντρες», κι η Μάρθα Καραγιάννη θα περιγράψει τραγουδιστά τον «Άντρα που θα παντρευτεί» στο «Γοργόνες και Μάγκες». Ένα είναι σίγουρο: πως χωρίς τη μουσική του Πλέσσα ο ελληνικός κινηματογράφος θα ήταν μισός.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του έβαλε την πολύτιμη υπογραφή του σε 104 ταινίες και 70 θεατρικές και παραστάσεις, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, ανακάλυψε και στήριξε νέους καλλιτέχνες στα πρώτα τους βήματα, έγραψε έργα μεγάλης κλίμακα, διήθυνε σπουδαίες ορχήστρες, τιμήθηκε με αμέτρητα βραβεία, σάρωσε τους χρυσούς και τους πλατινένιους δίσκους.
Αδιάκοπα δημιουργικός, δεν σταμάτησε να γράφει και να διοργανώνει συναυλίες μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μιας ζωής πλούσιας σε εμπειρίες η οποία χαρακτηρίστηκε από το απαράμιλλο ταλέντο του, τον άσβεστο ενθουσιασμό του την εργατικότητά του αλλά και την ευγένεια και την αγάπη που απλόχερα χάριζε σε όποιον βρισκόταν δίπλα του.
Και κάπως έτσι, «χθες, μεσάνυχτα και κάτι»… έκανε την τελευταία του υπόκλιση και πήρε τον «Δρόμο» που οδηγεί στην αιωνιότητα.