Ως πιτσιρικάς ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών στο σχολείο. Έπειτα έγινε ο αγαπημένος όλων μας μέσα από τη δουλειά του. Τον γνωρίσαμε από το «Εσύ» κάμποσα χρόνια πριν όταν όλοι σιγοτραγουδούσαμε «Κράτα με, φίλα με…» και νιώθαμε το πάθος διάχυτο σε κάθε μας εκατοστό. Και λογικό δηλαδή, αφού η δημοφιλία του τραγουδιού αυτού, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Ακολούθησαν δεκάδες ακόμη επιτυχίες, μοναδικές συνεργασίες, δίσκοι, συναυλίες αλλά και μια υπέροχη οικογένεια που όπως ο ίδιος υποστηρίζει, δεν περίμενε ποτέ ότι θα του συμβεί. Ο Δήμος Αναστασιάδης είναι ταλαντούχος κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Παράλληλα όμως, είναι ένας πολύ καλός μουσικός, ένας ωραίος τύπος που θα ήθελες για φίλο και ένας υπέροχος γονιός, για τον οποίο, ο γιος του Αρίωνας, μπορεί να νιώθει περήφανος.
Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Το να τραγουδάς τόσο όμορφα είναι ένα ταλέντο που είχες από μικρός ή που το καλλιέργησες μέσα από σπουδές;
Πιστεύω ότι ένα παιδί για να ξεκινήσει το τραγούδι σε πρώτη φάση θα πρέπει να έχει γεννηθεί με καλή φωνή. Δεν νομίζω ότι ξαφνικά κάποιος μπορεί να γίνει τραγουδιστής, χωρίς να υπάρχει αυτό το ταλέντο. Έπειτα η εξάσκηση, η υπομονή, η επιμονή, η προσωπική δουλειά και η αφοσίωση βοηθάει, όπως και σε όλες τις δουλειές, να εξελιχθείς και να φτάσεις σε ένα καλό επίπεδο.
Εκτός από το να τραγουδάς παίζεις και κάποια όργανα, σωστά;
Ναι! Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική, ήταν μέσα από το πιάνο που έκανα όταν ήμουν τεσσάρων. Από τότε την ερωτεύτηκα. Μετά ήρθε στη ζωή μου το μπουζούκι και λίγο αργότερα η κιθάρα. Τότε η φωνή μου απλώς συνόδευε τα τραγούδια που έπαιζα. Δεν συνόδευαν τα όργανα την φωνή μου!
Για να παίζεις από τόσο μικρούλης πιάνο φαντάζομαι ότι κάποιος από την οικογένεια είχε πάθος με τη μουσική;
Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς μου δεν είχαν κάποιο μουσικό ταλέντο ή μία ιδιαίτερη αγάπη ας πούμε για την μουσική. Αποφάσισαν απλώς ότι θα ήταν καλό για εμένα να μάθω πιάνο, πιο πολύ βλέποντάς το ως μία εξοσχολική δραστηριότητα. Τη μουσική τη φέραμε εγώ και τα αδέρφια μου στο σπίτι μιας και εκείνοι παίζουν μουσικά όργανα.
Ποια τα ακούσματα και οι μουσικές προσλαμβάνουσες που είχες τότε;
Άκουγα τα πάντα. Από Nirvana, Guns n Roses και Metallica μέχρι Διάφανα Κρίνα, Ξύλινα Σπαθιά αλλά και Στέλιο Καζαντζίδη, Στράτο Διοσυσίου και Τσιτσάνη. Μου άρεσε πολύ η μουσική χωρίς να με ενδιαφέρει τόσο το είδος και από που προέρχεται. Ήταν για μένα ένας τρόπος να εκφράζομαι.
Πότε θυμάσαι να είναι πρώτη φορά που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό είναι που θα κάνεις επαγγελματικά στη ζωή σου;
Όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσω, εκεί γύρω στη Δεύτερα με Τρίτη Λυκείου, τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ξεκάθαρο πια ότι εγώ αυτό που θέλω να κάνω, είναι να ασχοληθώ με τη μουσική. Δεν ήξερα τότε ακόμη όμως με ποιον τρόπο. Ωστόσο όπως και πολλά παιδιά, πέρασα σε μια Σχολή στην οποία και παρακολούθησα μαθήματα. Στην Κοζάνη συγκεκριμένα, Βιομηχανικό Σχέδιο. Ο πατέρας μου είχε μία επιχείρηση με βιομηχανικό και ηλεκτρολογικό υλικό οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία για να συνεχίσω εγώ μετά αυτή την επιχείρηση. Ωστόσο πάντα ήξερα μέσα μου ότι το κάνω για τον πατέρα μου και όχι για μένα.
Και που πληρώθηκες από το τραγούδι;
Εννοείται ότι θυμάμαι. Το πρώτο μου μεροκάματο ήταν με ένα συγκρότημα που είχαμε φτιάξει στην Κατερίνη με φίλους μου, όταν παίξαμε σε ένα μαγαζί. Ασφαλώς και καλέσαμε όλους τους φίλους μας, την οικογένειά μας, γιατί δεν μας ήξερε κανείς. Ωστόσο η επιχείρηση έβγαλε κάποια χρήματα και είχαν την καλοσύνη να μας δώσουν ένα μικρό μεροκάματο.
Θυμάσαι τι έκανες τα λεφτά;
Τότε ότι λεφτά έπιανα στα χέρια μου γινόντουσαν μουσική. Δίσκοι, CD ή κανένα μουσικό όργανο…
Ως μουσικός, στο σχολείο ήσουν ο αγαπημένος των κοριτσιών;
Ναι, μπορείς να πεις ότι ήμουν αυτό το παιδί. Ο Μάρκος από το «Ευτυχισμένοι Μαζί»… Χα, χα!
Στην αρχή της καριέρας σου συμμετείχες στο «Dream Show». Αυτό πώς προέκυψε; Ήταν μια ευκαιρία για να σε μάθει το ευρύ κοινό;
Μπα, όχι, ούτε καν. Ο μεγάλος μου αδερφός δήλωσε συμμετοχή.
Μεταφέραμε κάτι πράγματα μία μέρα με το φορτηγάκι του πατέρα μας, ξαφνικά σταμάτησα σ’ ένα ξενοδοχείο και πέρασα στην οντισιόν χωρίς καλά καλά να το καταλάβω.
Περιέγραψέ μου την χαρά μου ένιωσες όταν έμαθες ότι πέρασες…
Δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος! Χα, χα! Αλήθεια, στην αρχή δεν ήθελα καθόλου να πάω. Φοβόμουν πάρα πολύ την έκθεση. Πάρα πολύ. Σε σημείο που καμιά φορά απορώ πως εγώ σήμερα κατάφερα και κάνω αυτήν την δουλειά!
Αυτό το νιώθεις ακόμα;
Πλέον όχι. Πλέον δεν φοβάμαι, ούτε είμαι εσωστρεφής. Ίσως όμως γιατί τώρα ξέρω ότι έχω κάτι να πω. Τότε, ίσως ένιωθα έτσι, επειδή ακόμα δεν είχα καλλιτεχνικά να πω τίποτα… Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δείξω τη φωνή μου. Και μια φωνή, η οποία ξέρεις, τότε ήταν και κάπως άγουρη. Ωστόσο, πήγε πολύ καλά όλο αυτό για μένα. Μέσα από το Dream Show και από τα χρήματα που μου προσέφερε, γιατί πληρωνόμασταν κανονικά όσο ήμασταν εκεί, μάζεψα ένα κομπόδεμα ας πούμε στην άκρη και μπόρεσα να ξεκινήσω να κυνηγώ το όνειρό μου στην Αθήνα. Νοίκιασα σπίτι, βρήκα μια δουλειά… Έκανα την αρχή!
Πως ήταν τα πρώτα χρόνια; Συνάντησες δυσκολίες ώσπου να αρχίσει ο κόσμος να σε μαθαίνει;
Νιώθω ότι ήμουν από τους τυχερούς γιατί στην ζωή μου επαγγελματικά τα πράγματα πήγαν καλά. Γενικά ως άνθρωπος όμως, δεν το βάζω κάτω στις αναποδιές. Επιμένω σε πράγματα που θεωρώ σημαντικά, δεν απογοητεύομαι. Αν θέλω κάτι, είτε εύκολα, είτε δύσκολα, κάπως εγώ θα βρω τρόπο και θα το κάνω. Σίγουρα έπαιξε και το ρόλο της θετικά η μουσική κατάρτιση που είχα. Όλες αυτές οι ώρες που είχα αφιερώσει από παιδάκι στη μουσική, πιστεύω με βοήθησαν. Οπότε χρειάζεται λίγη τύχη, λίγη επιμονή, λίγη προσπάθεια, θυσία και νομίζω ότι όλα σιγά-σιγά γίνονται…
Δισκογραφικά σε συναντάμε πρώτη φορά το 2008 με το άλμπουμ «3 Λάθη». Κάπου διάβασα ότι με αυτή σου τη δουλειά βρισκόσουν επί δεκαπέντε εβδομάδες στο επίσημο National Airplay Chart. Πως θυμάσαι να διαχειρίζεσαι την επιτυχία;
Ναι, έτσι έγινε. Με το «καλημέρα». Ένα παιδί από την επαρχία, χωρίς κανέναν γνωστό, χωρίς τίποτα, με ένα τραγούδι που είχα γράψει όταν ήμουν 16 ετών παρέα με έναν φίλο μου στην Κατερίνη, το «Εσύ (Φίλα με, Κράτα με)», ανεβαίνει και κολλάει στο νούμερο τόσο καιρό. Δεν το διαχειρίστηκα πολύ καλά για να είμαι ειλικρινής. Και νομίζω είναι λογικό. Δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ. Επειδή δεν χρειάστηκε στη ζωή μου να κάνω «λάντζα», που άλλα παιδιά το κάνουν και πολύ τους θαυμάζω και τους εκτιμώ, ήρθε κάτι τόσο μεγάλο στη ζωή μου πιο εύκολα από ότι έπρεπε να έρθει. Οπότε δεν ήμουν προετοιμασμένος γι αυτό. Δεν ήμουν έμπειρος έτσι ώστε να εκμεταλλευτώ την επιτυχία αυτή. Ούτε ψημένος ήμουν, ούτε ρεπερτόριο είχα, ούτε μπορούσα να διαχειριστώ τόσο πολύ κόσμο. Εγώ ήθελα απλά να τραγουδάω σε 200 και 300 άτομα. Αυτό ήξερα ως τότε…
Ωστόσο η πορεία σου ήταν ολοένα και πιο ανοδική αφού ακολούθησαν πολλές ακόμη επιτυχίες. Δεν σε βούλιαξε η επιτυχία, αντιθέτως σε έκανε πιο δημιουργικό…
Μουσικά, σε όλα τα πράγματα που έκανα, θεωρώ τουλάχιστον εγώ, έδινα πολύ μεγάλη προσοχή. Ασχολιόμουν πάρα πολύ με τη μουσική και ασχολούμαι. Απλώς στην αρχή δινόμουν τόσο πολύ μουσικά που κλεινόμουν περισσότερο συναισθηματικά. Δηλαδή αντί να γίνομαι εξωστρεφής, μου έβγαινε περισσότερη εσωστρέφεια… Αντί να εμφανίζομαι περισσότερο, κρυβόμουν περισσότερο. Ψυχολογικά ήταν περίεργα…
Πως κατάφερες να το διαχειριστείς αυτό μέσα στα χρόνια;
Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλά που κάποια στιγμή θα ήθελα να τα πω. Ζόρια που πέρασα και ξεπέρασα. Όταν θα έρθει η ώρα ίσως το κάνω. Γενικά το ταξίδι μου, είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Όταν τα συζητάω με φίλους, νιώθω ότι έχουν περάσει πάρα πολλά κύματα και έχω πολύ ωραίες ιστορίες να διηγηθώ μέσα από τις οποίες έμαθα, εξελίχθηκα και είμαι σήμερα εδώ πιο ώριμος και κατασταλαγμένος.
Μουσικά ξεκίνησες ως… «έντεχνος», έπαιξε το ρόλο του αυτό;
Ναι η πρώτη μου δουλειά ήτανε στον έντεχνο χώρο. Αν θεωρήσουμε ότι ξέρεις, υφίσταται ο ορισμός του έντεχνου, του λαϊκού, του pop κλπ. Και ακόμα νομίζω ότι αυτό είναι και κάτι το οποίο δεν φεύγει από πάνω μου. Και για να σου είμαι ειλικρινής δεν θέλω και να φύγει.
Πράγματι δεν μπορεί εύκολα να σε κατατάξει κανείς σε μία μόνο κατηγορία μουσικά…
Ισχύει. Νομίζω ότι ανήκω σε μια κατηγορία μόνος μου. Έχω μπερδέψει κάπως τα είδη και έχει βγει ένα κράμα περίεργο που ο κόσμος δείχνει να αγαπά και που μου αρέσει κι εμένα. Αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί μία δική μου, τελείως ξεχωριστή, ταυτότητα που ενώ κάποτε με μπέρδευε, τώρα πλέον, δεν με μπερδεύει.
Σε ένα από τα σχόλια που σου κάνουν κατά καιρούς στο διαδίκτυο διάβασα το εξής: «Ο Δήμος μαζί με την Ελεάνα Βραχάλη αναβαθμίζουν την ελληνική μουσική». Δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ… Πως προέκυψε η συνεργασία σας;
Η γνωριμία μου με την Ελεάνα έγινε από τον πιο στενό μου συνεργάτη Μάριο Παπαδάτο. Αδιαμφισβήτητα η Ελεάνα Βραχάλη είναι μια καταξιωμένη και ταλαντούχα στιχουργός. Πιστεύω πως η συνεργασία με μια προσωπικότητα σαν την Ελεάνα Βραχάλη δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο έκπτωσης και αλλοίωσης. Είμαι πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι με την Ελεάνα αλλά περισσότερο απ’όλα που γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο με ποιότητα και ευγένεια. Όσο για το σχόλιο νιώθω υπέρμετρη χαρά και μικρή συγκίνηση.
Είσαι ένας άνθρωπος αναγνωρίσιμος. Πόσο εύκολο είναι να το διαχειρίζεσαι αυτό στην καθημερινότητά σου;
Πάντα είναι ωραίο και πάντα θα είναι ωραίο. Το θέμα είναι όμως γιατί είσαι αναγνωρίσιμος. Γιατί αυτό είναι κάτι που για μένα ίσως ήταν και ο μεγαλύτερος φόβος όταν ξεκίνησα σε αυτή τη δουλειά. Είναι πολύ σημαντικό να σε αναγνωρίζει ο άλλος, να σου μιλάει και να έχει κάτι καλό να σου πει. Και όχι απλά να σε ξέρει χωρίς να ξέρει από που σε ξέρει. Δεν λέει τίποτα απλώς το να είσαι διάσημος.
Έχει τύχει ποτέ να έρθεις σε δύσκολη θέση με κάποιον θαυμαστή ή θαυμάστρια;
Εντάξει έχουν συμβεί πολλά πράγματα και σε συναυλίες και στα μαγαζιά που κατά καιρούς εμφανίζομαι. Παίζει ρόλο και το κλίμα, η ώρα, η διάθεση που είναι έντονη οπότε κάποιος που ενδεχομένως σε μία άλλη φάση της ζωής του να μην ήταν για παράδειγμα, τόσο αποκαλυπτικός, τότε είναι. Αλλά εντάξει δεν έχει γίνει ποτέ κάτι ακραίο έτσι ώστε να μην μπορώ να το διαχειριστώ.
Το γεγονός ότι και η Τζένη είναι στον χώρο του θεάματος, κάνει λίγο πιο δύσκολο το κεφάλαιο η ιδιωτικότητα;
Αν θες να ζήσεις μία φυσιολογική ζωή, όπως όλος ο κόσμος δηλαδή, να πας στο super market, να πας στη γειτονιά να ψωνίσεις κλπ, όχι, δεν μπορείς να πας απαρατήρητος. Αν θες να μη σε δει κανείς μπορείς να πας σε ένα βουνό, σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει άνθρωπος και να κρατήσεις την ιδιωτικότητά σου. Αλλά αυτό είναι το νόημα; Γιατί να πρέπει να κρύβεσαι; Να πας δηλαδή να κλειστείς σε ένα σπίτι ξέρω εγώ, σε ένα νησί, και να κάθεσαι μόνος σου; Έχει νόημα; Δεν ξέρω. Εμείς έχουμε επιλέξει να ζούμε όσο πιο φυσιολογικά μπορούμε.
Έχετε ένα γιο, τον Αρίωνα. Πως σε άλλαξε ο ρόλος του πατέρα;
Η πατρότητα με άλλαξε τελείως. Άλλαξε η ζωή μου εντελώς. Είναι μεγάλη η ευθύνη το να είσαι γονιός. Ο ρόλος του πατέρα, δεν είναι εύκολο πράγμα. Πλέον έχεις ένα παιδί, το οποίο είναι η ευθύνη σου. Μέσα από αυτό τον ρόλο μαθαίνεις μία τελείως διαφορετική πλευρά σου. Μία τελείως διαφορετική έκφραση της αγάπης που δεν ήξερες ότι υπάρχει. Έρχεται όμως και ένας ρόλος που απαιτεί να είσαι εκεί, και που θέλεις δηλαδή να είσαι εκεί, δεν είναι ότι πρέπει. Θέλεις να κάνεις πράγματα, να του μάθεις πράγματα, να τον προσέξεις, να τον αγαπήσεις, να σε αγαπήσεις… Είναι ένα υπέροχο ταξίδι.
Ποια είναι η πιο ωραία στιγμή της ημέρας που περνάς παρέα με το γιο σου και που δεν θα άλλαζες με τίποτα;
Τα απλά καθημερινά πράγματα. Τον χρόνον που περνάμε στον καναπέ αγκαλιά, ένα παιχνίδι, ένα φαγητό που θα φάμε το μεσημέρι μαζί. Νομίζω ότι όσο περνούν τα χρόνια, εκεί νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια, εκεί νιώθω μεγαλύτερη χαρά, στα απλά καθημερινά πράγματα.
Φανταζόσουν ότι με την Τζένη σήμερα, τόσα χρόνια μετά, θα είστε εδώ ακόμη, ζευγάρι, ερωτευμένοι και πλέον με οικογένεια;
Ήθελα πάρα πολύ να κάνω οικογένεια, γιατί προέρχομαι από μια πολύ δεμένη οικογένεια. Δεν περίμενα όμως ποτέ ότι θα την κάνω με την Τζένη. Όπως δεν περίμενα ποτέ ότι είμαι 10 χρόνια με την Τζένη. Είναι κάτι που συνέβη και που είμαι όμως πολύ χαρούμενος που έγινε. Γενικότερα ως άνθρωπος τα πράγματα δεν τα κυνηγάω. Τα αφήνω να μου έρχονται και απολαμβάνω τη ζωή έτσι ακριβώς όπως μου δίνεται. Η ίδια η ζωή ξέρει. Έχει πολύ μεγαλύτερη φαντασία από εμάς τους ίδιους. Είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν ξέρεις που θα σε βρει τι κι αυτό είναι που την κάνει υπέροχη!