Το όνομά της πέρα από την καλλιτεχνική της πορεία έχει συνδεθεί με έρωτα, μυστικά και στιλ, αφήνοντας το αποτύπωμά της στην pop κουλτούρα. Παράλληλα, θεωρείται διαχρονικά ως πρότυπο ομορφιάς για το γυναικείο φύλο. Το τραγικό τέλος της που εγείρει ερωτήματα μέχρι και σήμερα φέρνει στην επιφάνεια και άλλα ζητήματα, που παραμένουν επίκαιρα: το σκληρό πρόσωπο της κατάθλιψης που κρύβεται πίσω μια λαμπερή εικόνα. Στα 36 της χρόνια δίνει τέλος στη ζωή της.
Τα παιδικά χρόνια και το ντεμπούτο της
Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, αφού λίγο πριν γεννηθεί εγκατέλειψε τη μητέρα της. Γεννήθηκε στο Λος Άντζελες, ως Νόρμα Τζιν Μόρτενσον. Μπήκε σε ορφανοτροφείο και φιλοξενούταν από ανάδοχες οικογένειες, καθώς η μητέρα της Γκλάντυς Μπαίηκερ αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά της. Άλλαξε έντεκα θετούς γονείς μέχρι τα 16 της, που αποφάσισε να παντρευτεί τον Τζέιμς Ντούγκερτι, τον οποίο χώρισε τέσσερα χρόνια αργότερα. Παράλληλα, η Μέριλιν είχε ξεκινήσει να εργάζεται ως μοντέλο και είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά. Με τις φωτογραφίσεις της τραβούσε τα βλέμματα και κάπως έτσι έκλεισε το συμβόλαιο της με τη 20th Century-Fox, που της έδινε 125 δολάρια την εβδομάδα. Έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη το 1947 στην ταινία «The Shocking Miss Pilgrim». Στη συνέχεια, η Fox δεν ανανέωσε το συμβόλαιό της και έτσι επιστρέφει στο μόντελινγκ, ξεκινώντας μαθήματα υποκριτικής. Το 1950 έπαιξε στις ταινίες «Η Ζούγκλα της Ασφάλτου» του Τζον Χιούστον και «Όλα για την Εύα», δίπλα στην Μπέτι Ντέιβις. Το 1951 η Μέριλιν παίζοντας στην «Love Nest» (Ερωτική Φωλιά) έγινε ουσιαστικά η πρώτη της μεγάλη επαφή με το κοινό. Το 1952 εμφανίζεται στο «Monkey Business» και μένει αξέχαστη, ως η πλατινέ ξανθιά φιγούρα.
Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές
Η πρώτη γυμνή φωτογράφιση ήρθε το 1953 στο Playboy και απογειώνει την καριέρα της. Το 1953 έπαιξε στο «Gentlemen Prefer Blondes» όπου γίνεται η αγαπημένη σταρ των ανδρών. Ανάμεσά τους και ο αστέρας του μπέιζμπολ Τζο ΝτιΜάτζιο, όπου τον παντρεύτηκε το 1954. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There’s No Business Like Show Business» και ακολούθησε το «The Seven Year Itch» (Επτά Χρόνια Φαγούρα), ταινία σταθμό για την ίδια αφού πέρα του ότι ανέδειξε το ταλέντό της περιείχε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές σε όλην την ιστορία του κινηματογράφου: τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται και ο αέρας να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της. Μια σκηνή που έχει αντιγραφτεί άπειρες φορές και δεν υπάρχει σχεδόν κανένας πάνω στον πλανήτη που να μη τη θυμάται. Μάλιστα, υπήρξε λόγος για τσακωμούς με τον ΝτιΜάτζιο, όπου της ασκούσε βία και πολλές φορές πηγαίνε στα γυρίσματα με μώλωπες.
Ο τρίτος και τελευταίος γάμος της Μέριλιν Μονρόε ήταν με τον Άρθουρ Μίλερ, παντρεύτηκαν το 1956 για να χωρίσαν το 1961. Λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή φήμες λένε για τη σχέση της με τους αδερφούς Κένεντι, Ρόμπερτ και Τζον. Λέγεται πως ερωτεύτηκε παράφορα τον Ρόμπερτ Κένεντι και ότι όταν κατάλαβε πως εκείνος δεν θα άφηνε ποτέ τη γυναίκα του για την ίδια έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Στις 5 Αυγούστου του 1962 η οικονόμος της τη βρήκε γυμνή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι από υπνωτικά χάπια «Nembutal» στο πλευρό της. Ο ιατροδικαστής απεφάνθη πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Η ερωτική απογοήτευση, οι αντιδράσεις για τη σχέση της, η μοναξιά που ένιωσε ήταν μάλλον οι τελικές βολές που την οδήγησαν να δώσει τέλος στη ζωή της. Βέβαια, κυκλοφορούν θεωρίες συνωμοσίες, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι ένα τρίτο πρόσωπο της χορήγησε τη μοιραία δόση. Έφυγε νέα,δυστυχισμένη και μόνη της. Η γυναίκα που αποτελεί μέχρι και σήμερα πήγη έμπνευσης στην τέχνη, στο στιλ και στην ομορφιά δεν είχε δίπλα της κανέναν. Πέρασε μία ζωή μέσα στα φωτά περιτριγυρισμένη από τόσους ανθρώπους και τελικά δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να σταθεί διπλά της. Η εφημερία του lifestyle, τα χρήματα και η δόξα σε άλλη μία περίπτωση ήταν ανώφελα για μια βαθιά δυστυχισμένη γυναίκα που από τα παιδικά της χρόνια πάλευε με «δαίμονες».