Η Χριστιάνα Βαρδάκου είναι δημιουργός, crafter όπως η ίδια της αρέσει να αποκαλεί τον εαυτό της, υπέρμαχος του slow living, της καλής αισθητικής και της ηθικής κατανάλωσης. Ένα κορίτσι που έφυγε στην Αγγλία για σπουδές, τόλμησε να υποστηρίξει τα πιστεύω της και να αρνηθεί μία δουλειά στο Λονδίνο προκειμένου να ταξιδέψει στην Ταϊλάνδη, να μάθει και να εμπνευστεί, για να επιστρέψει τελικά στην Ελλάδα και να δημιουργήσει το δικό της εργαστήριο φυτικής βαφής υφασμάτων και χειροποίητων υφασμάτων.
Συνέντευξη στην Πάμελα Λύτρα για το LetsTalk.gr
Photo credits Ιώαννα Μορφίνου
Χριστιάνα, μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει στα χειροποίητα ρούχα κι αντικείμενα αλλά ως όρος τα «χειροποίητα υφάσματα» δε μας είναι πολύ οικείος ακόμη στην Ελλάδα. Εξήγησέ μας λίγο τι σημαίνει χειροποίητο ύφασμα.
Δε μας είναι οικείο, γιατί δεν υπάρχει κάποια σχολή να το σπουδάσεις. Εγώ σπούδασα στην Αγγλία σχεδιασμό υφασμάτων, όπου δοκιμάσαμε τέσσερις διαφορετικές ειδικότητες, πλέξιμο σε μηχανή, ύφανση σε αργαλειό, κέντημα στο χέρι και με μηχανή και το printing, δηλαδή μεταξοτυπία και βαφές. Η τελευταία λοιπόν ειδικότητα είναι η δική μου. Χρησιμοποιώ μόνο οργανικά υφάσματα, βαμβάκι, μετάξι, μαλλί και λινό, τα οποία προσπαθώ να προμηθεύομαι από την Ελλάδα. Τα υφάσματα έρχονται σ’ εμένα λευκά κι εγώ τα βάφω με φυτικές βαφές. Ακολουθεί η διαδικασία του πατρόν και το ράψιμο. Επίσης έχω κι έναν χειροκίνητο αργαλειό, ο οποίος μοιάζει με τον παλιό όπως τον έχουμε στο μυαλό μας, αλλά με πιο σύγχρονα εξαρτήματα. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι τον αργαλειό μου έχουν φτιάξει δύο αδέρφια, οι Icaros Looms, που κατασκευάζουν σύγχρονους αργαλειούς βασισμένους σε παραδοσιακούς.
Τα χρώματα έχουν τις ρίζες τους έτσι κι αλλιώς στη φύση. Τι άλλαξε μέσα στα χρόνια και δεν παράγονται φυσικά τα υφάσματα, όπως το κάνεις εσύ;
Όλα τα υφάσματα βάφονταν με φυτικές βαφές μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, που άρχισαν να εμφανίζονται οι συνθετικές βαφές κι ουσιαστικά κάνουν τη διαδικασία πολύ πιο γρήγορη. Με τη βιομηχανική επανάσταση άρχισαν όλα να γίνονται πιο γρήγορα κι οι συνθετικές βαφές ήταν πολύ πιο οικονομικές. Για παράδειγμα παλαιότερα χρησιμοποιούσαν χρώματα ανάλογα με την εποχή. Δε μπορούσες να διαλέξεις ό,τι χρώμα ήθελες, παρά μόνο αυτό που μπορούσε να δώσει η συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Τώρα με τις συνθετικές βαφές μπορείς να έχεις ό,τι χρώμα επιθυμείς, όποτε το επιλέξεις.
Γιατί τώρα υπάρχει η ανάγκη να φτιάξουμε μόνοι μας χρώματα κι υφάσματα, όπως παλιά;
Η βιομηχανία της μόδας είναι ο δεύτερος κλάδος μετά τη γεωργία που καταστρέφει τον πλανήτη με τα χημικά, με τα απόβλητα, την υπερβολική χρήση νερού και ρεύματος. Για παράδειγμα με τις χημικές βαφές στις χώρες της Ασίας μολύνονται όλα τα ποτάμια και ο κόσμος δεν έχει νερό. Σε αυτό το πρόβλημα έχει προστεθεί κι εκείνο των εργατικών, γιατί το fast fashion έχει γίνει κάτι πολύ μεγάλο ειδικά σε Ινδία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές. Ας μην ξεχάσουμε το δυστύχημα του 2013 που έγινε στο Μπαγκλαντές, παρά τις προειδοποιήσεις, στο οποίο σκοτώθηκε πολύς κόσμος για λογαριασμό μεγάλης αλυσίδας fast fashion. Από τότε ξεκίνησε το fashion revolution, που υποστηρίζει πολύ τη βιωσιμότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των ζώων. Ακόμη έχουμε αρχίσει να μαθαίνουμε περισσότερα και πλέον γνωρίζουμε πως οι φυτικές βαφές δε βλάπτουν ούτε τον καταναλωτή ούτε τον σχεδιαστή, ο οποίος τις πιάνει με τα χέρια του. Να πούμε πως επειδή οι φυτικές βαφές δρουν μόνο σε οργανικά υφάσματα κι όχι συνθετικά, συμβάλλουν στην καλή υγεία της επιδερμίδας. Τέλος μπορούμε να πετάξουμε τη φυτική βαφή στον κήπο, η οποία λειτουργεί κι ως λίπασμα.
Ο ένας πυλώνας σου για δημιουργία είναι η βιωσιμότητα. Σε τι άλλο δίνεις βάση;
Μου αρέσει πολύ η μοναδικότητα. Από παιδί ακόμη ήθελα τα ρούχα που φοράω να είναι μοναδικά και να μην τα φοράει κάποιος άλλος. Όσα φτιάχνουμε λοιπόν στο εργαστήριό μου είναι πράγματι μοναδικά, αφού δε μπορεί λόγω της διαδικασίας βαφής των υφασμάτων να βγει δεύτερο πανομοιότυπο κομμάτι. Γι’ αυτό βλέπω τα χειροποίητα υφάσματα και τις δημιουργίες μας ως μικρά κομμάτια τέχνης.
Τι βρίσκει ο καταναλωτής σ εσένα;
Scrunchies, κορδέλες για τα μαλλιά, τσάντες, μαξιλαροθήκες ύπνου, μάσκες ύπνου και με λεβάντα, είδη σπιτιού όπως runners, γυναικεία ρούχα (τα οποία είναι κυρίως καλοκαιρινά). Δε βγάζουμε κολεξιόν στα ρούχα, αλλά διαχρονικά πατρόν σε μετάξι και λινό βαμβάκι, τα οποία μπορούν να φορεθούν από όλες τις ηλικίες. Θέλω ο λόγος, που αγοράζεις να είναι κυρίως το ύφασμα κι όχι π.χ. το σχέδιο. Παράλληλα έχουμε και το Made to Order, ώστε να μπορεί κάποιος να ράψει ένα ρούχο ή ακόμη και το νυφικό του. Έτσι ο καταναλωτής μπαίνει στη διαδικασία σχεδιασμού και μετά έχουμε όλοι μία ωραία σχέση μεταξύ μας. Κάθε κομμάτι αποτελεί και μία ξεχωριστή ιστορία.
Γιατί διάλεξες τον δύσκολο δρόμο αφού φαντάζομαι πως καθετί που φτιάχνεις, απαιτεί αρκετές ώρες εργασίας;
Όταν ήμουν στην Αγγλία, μεταξύ τρίτου και τέταρτου έτους σπουδών, έκανα την πρακτική μου σ ένα top στούντιο ζωγραφίζοντας όλη μέρα. Οι σχεδιαστές έπαιρναν τις ζωγραφιές μας- ήμασταν 6 κοπέλες- τις σκάναραν, άλλαζαν λίγο τα χρώματα και τις έστελναν στην Κίνα. Μετά από δύο με τρεις εβδομάδες έρχονταν σε Α3 και τις πήγαιναν για πώληση σε εταιρείες fast fashion. Κάθε μέρα, για 3 μήνες γινόταν αυτή η διαδικασία χωρίς concept ή trend research. Χρησιμοποιούσαν τη δουλειά μας, την οποία δε μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ούτε στο portfolio μας. Από τα δικά μου σχέδια, τους άρεσαν πολύ τα λουλούδια μου. Την ίδια χρονιά λοιπόν πήγα για δύο εβδομάδες στην Ινδονησία για μαθήματα φυτικών βαφών κι έκανα τη σύγκριση. Επέστρεψα για την πτυχιακή εργασία, μού πρότειναν δουλειά στο στούντιο όπου έκανα την πρακτική μου και χωρίς να χαρώ ιδιαίτερα, είπα ναι αλλά θα ξεκινήσω από Ιανουάριο κι όχι από Σεπτέμβρη. Έτσι στο μεσοδιάστημα πήγα ξανά στην Ασία, σ’ επτά χώρες αυτή τη φορά, για να παρακολουθήσω μαθήματα φυτικών βαφών. Είχα σκεφτεί να μάθω, για να κάνω γι’ αρχή κάτι παράλληλα- τα απογεύματα- με τη δουλειά σαν χόμπι. Εκεί όμως είδα πάρα πολλά στούντιο, που ήταν πολύ μικρά, κυρίως με γυναίκες που αναλάμβαναν όλη την παραγωγή. Πέρασα πολύ χρόνο σε κάθε σεμινάριο, περίπου 1 εβδομάδα, δέθηκα με τους ανθρώπους, μού άρεσε η ζωή τους και κάπως έτσι αποφάσισα ότι δε θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο αλλά να έχω ένα τέτοιο στούντιο στην Αθήνα.
Γύρισα το 2019, ξεκίνησα αρχικά μόνη μου σε συνεργασία με αρχιτέκτονες για διάφορες βίλες και τον πρώτο χρόνο έκανα μόνο αυτό. Μετά με ανακάλυψε το Μουσείο Μπενάκη, που μου έκανε την πρώτη μεγάλη παραγγελία μου και χρειάστηκα μία βοηθό. Τώρα, 4,5 χρόνια μετά, έχουμε έναν υπέροχο μεγάλο χώρο με αργαλειούς και ραπτομηχανές, με showroom και δύο υπαλλήλους, τη Βιολέτα και τη Ματίλντα, έχοντας αρχίσει να φτιάχνω αυτό που έχω στο μυαλό μου.
Τι σου έχει μείνει ως διδαχή από το ερευνητικό ταξίδι σου στη Νοτιοανατολική Ασία;
Το πιο φιλικό οικογενειακό περιβάλλον! Το είδα και είπα «Αυτό θέλω να κάνω!». Εννοείται πως έχουμε μέρες άγχους ή πίεσης, αλλά γενικά υπάρχει μία ηρεμία κι αυτό συμβαίνει λόγω των διαδικασιών. Για παράδειγμα τον Οκτώβριο πήγαμε οι τρεις κοπέλες μαζί με τον σκύλο, μαζέψαμε φυτά για τρεις ημέρες, γυρίσαμε κι αφιερώσαμε μία ολόκληρη μέρα για να τα αποθηκεύσουμε ώστε να έχουμε για όλο τον χρόνο. Απλά πραγματάκια, που κάπως σε γειώνουν. Θέλω ο κόσμος να αισθανθεί αυτή τη διαδικασία και γι’ αυτό κάνω workshops. Προσωπικά έμαθα πολλά περισσότερα 4 μήνες στην Ασία από 4 χρόνια στη σχολή, ειδικά σε ό, τι αφορά στην τεχνική. Σκέψου ότι εκεί δε μιλούσαν αγγλικά κι όσα μου έδειχναν ήταν με παντομίμα. Αργαλειό έμαθα με το να μου κουνούν τα χέρια και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στα δικά τους.
Μίλησέ μας για τα σεμινάριά σου.
Στην Ελλάδα έχουμε τρομερή παράδοση για φυτικές βαφές και δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο γι’ αυτές. Όταν γύρισα, άρχισα να ψάχνω, επισκέφθηκα λαογραφικά μουσεία, ξεκίνησα πεζοπορία στα βουνά για να μαζεύω λουλούδια και να μάθω τι κρατάει και τι όχι. Ο καλύτερος τρόπος για να διατηρηθεί ζωντανό όλο αυτό είναι η γνώση μέσα από τα σεμινάρια και το να γίνεις πιο δημιουργικός.
Στα worskhops έρχονται άτομα κάθε ηλικίας, από παιδιά μέχρι ηλικιωμένους, ακόμη και τουρίστες που μένουν στην Ελλάδα για μία εβδομάδα αλλά θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Σημαντικό είναι επίσης, ότι το κοινό βλέπει έτσι τη διαδικασία που απαιτείται για την παραγωγή και κατανοεί το γιατί μπορεί οι τιμές μας να είναι πιο υψηλές από την υπόλοιπη αγορά.
Η σύνδεση του σύγχρονου με τις παραδόσεις μας, ποια υπεραξία προσφέρει;
Νομίζω πως πρέπει να παίρνεις όλες τις γνώσεις και να κάνεις κάτι δικό σου, κάτι καινούργιο γιατί έτσι κι αλλιώς δε θα το κάνεις τόσο καλά όσο το έκαναν τότε. Μου αρέσει να μαθαίνω, αλλά θέλω να κάνω κάτι καινούργιο.
Η δουλειά σου έχει συνδεθεί με εκθέσεις και μουσεία. Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτές τις συνεργασίες και πως έγινε η επαφή.
Η επαφή έγινε καθαρά μέσω Instagram, αφού από εκεί με ανακάλυψε η γυναίκα που διαλέγει όλα τα προϊόντα καλλιτεχνών για τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη. Μου ζήτησε αρχικά να ετοιμάσω κορδέλες μαλλιών και scrunchies (το 2020) κι από τότε κάθε τρεις μήνες κάνουμε κάτι διαφορετικό συνήθως συνδεδεμένο με κάποια έκθεση του Μουσείου. Μία πολύ σημαντική παραγγελία ήταν αυτή που αφορούσε στα 200 χρόνια από το 1821, για την οποία μάς έδωσαν έμπνευση από εικόνες, πίνακες, παλιά υφαντά και φτιάξαμε κάποια μαξιλάρια.
Με τα εργαλεία που έχουμε από τη φύση στα χέρια μας και με τα χέρια μας, μπορούμε τελικά να κάνουμε τα πάντα;
Γίνεται αλλά δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικό είναι και κυρίως γιατί ο κόσμος προτιμάει την ποσότητα από την ποιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα παιδιά. Κατά τη διάρκεια σεμιναρίων μου σε παιδικούς σταθμούς και δημοτικά σχολεία, κάνω συχνά την ερώτηση «Θα ήθελες να έχεις τρία φορέματα ή ένα, το οποίο θα είναι το πιο τέλειο φόρεμα στον κόσμο;».
Εσύ θα έλεγες πως κάνεις περισσότερο μόδα ή τέχνη;
Δεν πιστεύω ότι κάνω μόδα γιατί δεν ράβω και δεν κάνω πατρόν. Θα έλεγα πως είμαι δημιουργός, κάνω craftership, είμαι crafter/ maker.