28η Οκτωβρίου: Πώς φτάσαμε στο «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά; Για το έπος του 1940 έχουν γραφτεί εκατομμύρια σελίδες. Εκατοντάδες βιβλία έχουν εξιστορήσει τα γεγονότα της εποχής. 83 χρόνια αργότερα, με ένα ακόμα άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε κάποιες λεπτομέρειες από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και μερικά, ίσως άγνωστα σε πολλούς στοιχεία. Δυστυχώς, όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το 1940 η 28η Οκτωβρίου αρχίζει να φθίνει. Όσοι πολέμησαν τον χειμώνα του 1940 – 1941 στα βουνά της Ηπείρου έχουν φύγει από τη ζωή, πλην ίσως ελαχίστων εξαιρέσεων, ενώ και οι άνθρωποι που έζησαν από κοντά τα γεγονότα, ως παιδιά τότε, δεν έχουν πολλές μνήμες. Με βάση τις ιστορικές πηγές, που είναι πολλές, οφείλουμε να καταγράψουμε τα γεγονότα της εποχής για να μάθουν οι νέοι και για να μείνουν ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Η αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων μετά τη μικρασιατική καταστροφή


Μετά την μικρασιατική καταστροφή η κατάσταση του Ελληνικού Στρατού, εκτός από την Στρατιά του Έβρου, ήταν τραγική. Οι προσπάθειες όμως για οργάνωση και εξοπλισμό του Στρατού αποτύγχαναν λόγω των αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων, των θνησιγενών κυβερνήσεων, αλλά και των παρεμβάσεων του ίδιου του Στρατού στην πολιτική.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που επικρατούσε ήταν το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το σχέδιο των κινηματιών βασιζόταν στην κατάληψη του στόλου και με τη βοήθειά του στην εξέγερση των φρουρών της Βορείου Ελλάδας και των νησιών, που θα υποχρέωναν την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Το Δ’ Σώμα Στρατού, οι Μεραρχίες Σερρών και Κομοτηνής πέρασαν στο πλευρό τους. Το ίδιο έγινε στην Κρήτη, όπως και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Οι κινηματίες απείλησαν με βομβαρδισμό το Φάληρο και την Αθήνα, με επίθεση στην Θεσσαλονίκη και απόβαση στις ακτές του Σαρωνικού. Η κυβέρνηση βρέθηκε σε πανικό, μάλιστα ο Υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος παραιτήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι οι κινηματίες είχαν… αρπάξει τον Στόλο. Καταλυτική ήταν η παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά που κατέστειλε το κίνημα και υποχρέωσε τον Βενιζέλο να καταφύγει στα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα και από εκεί στην Ιταλία! Τα πλοία αφέθηκαν ακυβέρνητα στα Δωδεκάνησα! Ευτυχώς κατώτεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί τα έφεραν πίσω στον ναύσταθμο. Από όλη αυτή την ιστορία αναδείχθηκε ένα τεράστιο πρόβλημα. Το Ναυτικό όχι μόνο δεν είχε σύγχρονα πλοία, αλλά έχασε και πολλούς έμπειρους αξιωματικούς που συμμετείχαν στο κίνημα του 1935. Από το 1929 η Κυβέρνηση των Φιλελεύθερων επιχείρησε να ενισχύσει το Ναυτικό και με άλλα μεγάλα θωρακισμένα πλοία, εκτός από τα «Αβέρωφ», «Λήμνος» και «Κιλκίς». Αντί για 12 αντιτορπιλικά και 8 υποβρύχια που ήταν στον αρχικό σχεδιασμό παραγγέλθηκαν μόνο 4 αντιτορπιλικά («Ψαρά», «Ύδρα», «Σπέτσαι», «Κουντουριώτης») σε ιταλικά ναυπηγεία. Τα πλοία παραδόθηκαν στην χώρα μας το 1932 αλλά παρουσίασαν πολλά προβλήματα.

Οι λόγοι που οδήγησαν την κυβέρνηση να στραφεί στους Ιταλούς ήταν το χαμηλό κόστος και η ανάγκη για βελτίωση των ελληνοϊταλικών σχέσεων. Παράλληλα, άλλα 4 αντιτορπιλικά, τα «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ» εκσυγχρονίστηκαν και παρέμειναν στη δύναμη του Στόλου. Το 1936 η κυβέρνηση Μεταξά προέβη σε παραγγελία 4 αντιτορπιλικών δύο από τα οποία θα κατασκευάζονταν στα βρετανικά ναυπηγεία Yarrow και άλλα δύο στα υπό σύσταση Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Λόγω της έκρηξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφτασαν στην Ελλάδα μόνο τα δύο: το «Βασιλεύς Γεώργιος» (Ιανουάριος 1939) και το «Βασίλισσα Όλγα» (Φεβρουάριος 1939). Καθώς όμως τα κονδύλια δεν επαρκούσαν για την αγορά βρετανικού οπλισμού είχε παραγγελθεί στη Γερμανία ο κύριος και ο δευτερεύων οπλισμός με διαδικασία κλίρινγκ ο οποίος τοποθετήθηκε ταχύτατα από τις τεχνικές υπηρεσίες του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας. Το 1925 παραγγέλθηκαν στη Γαλλία έξι υποβρύχια που παραδόθηκαν στην χώρα μας μεταξύ 1926 – 1930 («Κατσώνης», «Παπανικολής», «Γλαύκος», «Νηρεύς», «Πρωτεύς», «Τρίτων»). Το 1940 ήταν πλέον παρωχημένης τεχνολογίας και αντιμετώπιζαν προβλήματα εξεύρεσης ανταλλακτικών. Καθώς δεν ήταν εφοδιασμένα με αναπνευστήρα δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ χρόνο σε κατάδυση. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για την απώλεια τριών υποβρυχίων στον Β’ Π.Π. Όταν την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Ιωάννης Μεταξάς εκπονήθηκε πρόγραμμα αναδιοργάνωσης του Ναυτικού. Συστάθηκαν νέες διοικήσεις (Ναυτικών Όπλων, Τεχνικών Υπηρεσιών, Τεχνικού Πυροβολικού, Τορπιλών – Ναρκών) και αναδιοργανώθηκαν οι υποδομές υποστήριξης του Στόλου. Για τον θαλάσσιο ναρκοπόλεμο συστήθηκε η πρώτη Διεύθυνση Τορπιλών Ναρκών / Υπηρεσία Υφάλων – Όπλων. Το 1938 παρελήφθησαν από τη Μεγάλη Βρετανία τέσσερα ξύλινα ναρκαλιευτικά – ναρκοθετικά. Η νεοσυσταθείσα ΑΔΠΑ (Ανωτέρα Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης) ανέλαβε την κατασκευή και συντήρηση οχυρών στις ΝΑΠ (Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές) Πατρών και Πειραιώς. Η προετοιμασία του Βασιλικού Ναυτικού ολοκληρώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1939 με γυμνάσια στο Κεντρικό και το Νότιο Αιγαίο.

Η «νεαρή» Αεροπορία δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση από την κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων την περίοδο 1923 – 1935. Αντιμετωπιζόταν ως επικουρικό όπλο του Στρατού και του Ναυτικού. Καθώς κυριαρχούσε η άποψη ότι η Ελλάδα κινδυνεύει από την Βουλγαρία, υποτιμήθηκε ο μεγάλος κίνδυνος από τη Regia Aeronautica (Ιταλική Αεροπορία). Η Στρατιωτική Αεροπορία ως το 1930 είχε 50 αναγνωριστικά αεροσκάφη, τα περισσότερα από τα οποία ήταν πεπαλαιωμένα. Διέθετε επίσης λίγα εκπαιδευτικά και καταδιωκτικά. Η Ναυτική Αεροπορία είχε 15 τορπιλοπλάνα, 13 βομβαρδιστικά, 15 πεπαλαιωμένα καταδιωκτικά / αναγνωριστικά. Από τα μέσα του 1935 ξεκίνησε μια προσπάθεια ενίσχυσης της Αεροπορίας. Ήδη, τον Οκτώβριο του έτους αυτού παραγγέλθηκαν 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη. Η περίοδος 1936 – 1939 χαρακτηρίζεται από μια κοσμογονία στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία. Καταρτίστηκε πενταετές πρόγραμμα για την προμήθεια 275 πολεμικών αεροσκαφών με τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους, καθώς και την κατασκευή των απαραίτητων εγκαταστάσεων για αυτά! Ως το τέλος του 1939 παραλήφθηκαν 128 αεροσκάφη διώξεων, βομβαρδισμού, στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας, 75 αρχικής και προκεχωρημένης εκπαίδευσης και τρία Junkers 52 – 3m της Πολιτικής Αεροπορίας. Άλλα 107 αεροσκάφη δεν παρελήφθησαν ποτέ λόγω της έναρξης του πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ελληνική αίτηση στις Η.Π.Α. για επείγουσα αγορά αμερικανικών αεροπλάνων, στις παραμονές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Η αμερικανική γραφειοκρατία με την βρετανική συμφεροντολογική συμπεριφορά είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσουν τα πρώτα από τα αεροπλάνα αυτά στο Σουέζ το 1942 και να χρησιμοποιηθούν από τους Βρετανούς, καθώς η Ελλάδα ήταν υπό κατοχή!

Την 1η Ιανουαρίου 1938 έληξε η σύμβαση του Εργοστασίου Αεροπλάνων Φαλήρου με την βρετανική εταιρεία Blackburn Aeroplane & Motor Co Ltd. Το εργοστάσιο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως «Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων» (ΚΕΑ) και είχε ως αποστολή του τη συντήρηση και τη συμπλήρωση του υλικού που χρησιμοποιούσε η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία. Με τον σύγχρονο εξοπλισμό του και την αξιοποίηση του άριστα εκπαιδευμένου τεχνικού προσωπικού του, το ΚΕΑ πρόσφερε τεράστια βοήθεια στην ΕΒΑ, ιδιαίτερα μεταξύ 1938-1940 όταν και επέδειξε μεγάλη κατασκευαστική και επισκευαστική δραστηριότητα σε αεροπλάνα, κινητήρες και διάφορα εξαρτήματα. Ο εκσυγχρονισμός της ΕΒΑ και η προμήθεια νέων αεροπλάνων απαιτούσε τεράστια έξοδα. Έτσι, τον Απρίλιο του 1935 το Υπουργείο Αεροπορίας συγκρότησε επιτροπή για τη διεξαγωγή εράνου και τη συλλογή χρημάτων. Συγκεντρώθηκαν 20.000.000 δραχμές, ποσό πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που είχαν συμβολή στον έρανο, με μεγάλες προσφορές, όπως ο ομογενής από την Αίγυπτο Κουταρέλλης, ο οποίος στις 16 Αυγούστου 1936 δώρισε στην ΕΒΑ δύο καταδιωκτικά αεροπλάνα Ανία 534.

Ο έρανος… «υπέρ της αεροπορίας»


Το θέμα του εράνου επανήλθε το 1937. Χάρη στις ενέργειες του Αντιπτέραρχου Π. Οικονομάκου ο έρανος έλαβε καθολική μορφή με τη συμμετοχή Δήμων και Κοινοτήτων απ’ όλη την Ελλάδα της Εκκλησίας, εμπορικών και υπαλληλικών συλλόγων, συνδικαλιστικών οργανώσεων και ιδιωτών. Για τον έρανο αυτό έχουν γραφτεί πολλά. Σύμφωνα με πηγές αντίθετες στο μεταξικό καθεστώς ήταν αναγκαστικός. Βιομήχανοι λάμβαναν σημειώματα με τις «ευχαριστίες» του Μεταξά πριν δώσουν χρήματα και υποχρεώνονταν έτσι να προσφέρουν τα ποσά για τα οποία λάμβαναν ευχαριστίες!

Εργάτες κλήθηκαν να προσφέρουν συμβολικά ένα μεροκάματο στον έρανο, αλλά τους ζητήθηκε από το Κ.Κ.Ε. να μην το κάνουν. Υπήρχαν επίσης καταγγελίες για αυθαίρετες κατασχέσεις χρημάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς εύπορων πολιτών που διατέθηκαν στον έρανο «υπέρ της αεροπορίας». Στον έρανο αυτό συγκεντρώθηκαν 800.000.000 δραχμές, ποσό τεράστιο. Παρά τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, καθώς ήταν πασιφανές ότι επίκειται το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα κατόρθωσε να αγοράσει 46 καταδιωκτικά P.Z.L. από την Πολωνία (θυμίζουμε ότι αεροσκάφη P.Z.L. κατασκευασμένα βέβαια στις αρχές της δεκαετίας του 1980 χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για αεροψεκασμούς και αεροπυρόσβεση), 9 καταδιωκτικά Bloch MB.151 και 12 βομβαρδιστικά Potez 632 B2 Grec από τη Γαλλία, 12 αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας Avro Anson MK1, 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MKIV και 12 βομβαρδιστικά Fairey Battle B.1 από τη Μεγάλη Βρετανία και τέλος 16 αναγνωριστικά Henschel Hs 126K-6 και 12 υδροπλάνα Dornier Do 22 Kg από τη Γερμανία.

Τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τα 36 P.Z.L. (133.000.000 δραχμές) θεωρήθηκαν πάρα πολλά σε σχέση με την ποιότητα και το αξιόμαχό τους. Καθώς το 1939 ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος παραγγελίες δεκάδων ακόμα αεροσκαφών δεν εκτελέστηκαν. Αν είχαν αγοραστεί όλα τα αεροπλάνα που είχαν παραγγελθεί, η ΕΒΑ θα αποτελούσε τον βασικό πυλώνα της άμυνας της χώρας. Και δυστυχώς για όλα αυτά τα αεροσκάφη που δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα, η χώρα μας είχε καταβάλλει ολόκληρο το ποσό της αγοράς τους ή είχε δώσει προκαταβολές. Τα χρήματα αυτά χάθηκαν ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων συμψηφίστηκαν. Και πάλι, ένας ομογενής από την Αίγυπτο, ο Στυλιανός Σαρπάκης πρόσφερε τον Ιανουάριο του 1938 δύο καταδιωκτικά Gloster Gladiator.

Εκτός από τα αεροσκάφη που αγοράστηκαν υπήρξε και συγκρότηση αεροδρομίων. Επτά κύρια (Σέδες Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Δεκέλειας, Φαλήρου, Θριασίου, Μάλεμε και Νέας Αγχιάλου) και 22 βοηθητικά, ενώ παράλληλα κατασκευάστηκαν άλλα 25 εμπιστευτικού δικτύου.

Υπήρξε επίσης αναδιοργάνωση της ΕΒΑ, η οποία ναι μεν δεν μπορούσε να συγκριθεί σε αριθμούς, εμπειρία και ποιότητα με την ιταλική αεροπορία, καθώς πολλά αεροπλάνα παρουσίαζαν τεχνικά προβλήματα, ενώ σημαντική ήταν η έλλειψη προσωπικού, κατάλληλου εξοπλισμού και εφοδιασμού, μπορούσε όμως να προβάλλει ισχυρή αντίσταση.

Σημαντικές προμήθειες έγιναν βέβαια και για τον Στρατό Ξηράς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις 16 Ιουνίου 1936 εγκρίθηκε προμήθεια 65.000 βλημάτων Πυροβολικού και στις 28 Ιουλίου 1936 νέα προμήθεια 65.000 βλημάτων Πυροβολικού. Στις 12 Αυγούστου 1936 εγκρίθηκε η προμήθεια 40.000 καλύκων Ορειβατικού Πυροβολικού και η προμήθεια συνολικά 100 τόνων τροτύλης.

Δεν είχε μείνει όμως μόνο στις στρατιωτικές προμήθειες η κυβέρνηση Μεταξά. Είχαν γίνει και μια σειρά από εκτεταμένα οχυρωματικά έργα, κυρίως στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Λιγότερο γνωστό είναι ότι οχυρωματικά έργα είχαν γίνει και σε χωριά της Ηπείρου στα σύνορα με την Αλβανία. Βασική αρχή του Μεταξά ήταν όσοι ασχολούνται με οχυρωματικά έργα σε παραμεθόριες περιοχές να μην κατάγονται από αυτές, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να αποφύγει τυχόν αποκαλύψεις…

Οι ιταλικές προκλήσεις κατά το 1939


Ενώ όμως ως το 1939 η Βουλγαρία φάνταζε ως ο σημαντικότερος εχθρός, το έτος εκείνο φάνηκε ξεκάθαρα ότι η Ιταλία προετοιμαζόταν για εισβολή στην Ελλάδα. Στις 7 Απριλίου 1939, Μεγάλη Παρασκευή, ιταλικά στρατεύματα υπό τον Στρατηγό Alfredo Guzzoni αποβιβάστηκαν στα λιμάνια της Αλβανίας και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβαν τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ – Εμμανουήλ Γ’ ήταν αντίθετος στην κατάληψη της Αλβανίας γιατί θεωρούσε ότι δεν άξιζε να ρισκάρει η χώρα του τη διατάραξη των διεθνών σχέσεων της για «τέσσερις βράχους»! Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν 13 νεκροί. Η Αθήνα και το Βελιγράδι θορυβήθηκαν γιατί κατάλαβαν ότι πλέον και τα Βαλκάνια θα αποτελούσαν πεδίο πολεμικών συγκρούσεων. Ο βασιλιάς Ζώγου κατέφυγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όμως η κυβέρνηση τον έστειλε στην Τουρκία για να αποφύγει οποιαδήποτε «εμπλοκή» με την Ιταλία. Το αλβανικό κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της ένωσης της Αλβανίας με την Ιταλία (12 Απριλίου 1939) και στη συνέχεια διαλύθηκε! Προσωρινά ο Σεφκέτ Βερλάτσι ασκούσε την εξουσία στη χώρα. Οι Ένοπλες Δυνάμεις και το Διπλωματικό Σώμα τέθηκαν υπό τις οδηγίες των Ιταλών. Στις 16 Απριλίου, μία επιτροπή Αλβανών πήγε στο Κυρηνάλιο μέγαρο και προσέφερε το στέμμα της χώρας στον Ιταλό βασιλιά. Τέλος, στις 3 Ιουνίου 1939, ο αλβανικός στρατός ενσωματώθηκε στον ιταλικό συγκροτώντας την 6η Στρατιά. Βέβαια, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αλβανία συμπεριλήφθηκε στις χώρες που πολέμησαν τις δυνάμεις του Άξονα…

Όπως αναφέραμε η ιταλική εισβολή στην Αλβανία θορύβησε την ελληνική πλευρά. Στις 15 Μαΐου 1940 ο Έλληνας πρέσβης στη Ρώμη Ιωάννης Πολίτης ενημέρωσε την Αθήνα να περιμένει αιφνιδιασμό από τους Ιταλούς. Στις 12 Ιουλίου 1940 τρία ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το αντιτορπιλικό «Ύδρα» στον Κόλπο της Γραμβούσας στην Κρήτη. Στις 30 Ιουλίου 1940 ένα ιταλικό βομβαρδιστικό εξαπέλυσε βόμβες εναντίον των αντιτορπιλικών «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» που βρίσκονταν στην Κόρινθο και στη συνέχεια επιτέθηκε εναντίον δύο υποβρυχίων στη Ναύπακτο. Στις 2/8/1940 στόχος των Ιταλών έγινε ένα μικρό πλοίο δίωξης λαθρεμπορίου. Στις 7 Αυγούστου 1940 ο Μεταξάς κάλεσε τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γκράτσι για να διαμαρτυρηθεί για τις επιθέσεις εναντίον ελληνικών πλοίων και τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Ο Γκράτσι δήλωσε ότι δεν είχε ιδέα για όλα αυτά…

Στις 10 Αυγούστου 1940 ανακοινώθηκε η δολοφονία του Νταούτ Χότζα. Επρόκειτο για έναν επικηρυγμένο Αλβανό κακοποιό, καταζητούμενο στην Ελλάδα και την Αλβανία για φόνους και ένοπλες ληστείες. Είχε σκοτωθεί από δύο νεαρούς Αλβανούς τσοπάνους από το χωριό Μούρσι στις 14 Ιουνίου 1940 μετά από καβγά. Οι δολοφόνοι του Χότζα πήγαν στην Κέρκυρα και παραδόθηκαν στις ελληνικές Αρχές. Η χώρα μας είχε ενημερώσει σχετικά την Ιταλία. Ξαφνικά, δύο μήνες αργότερα, η Αλβανία ανακοίνωσε την είδηση και οι Ιταλοί άρχισαν την άθλια προπαγάνδα. Το ημιεπίσημο ιταλικό «Πρακτορείο Στέφανι» μεταδίδει: «Ο υποταγμένος στην Ελλάδα αλβανικός πληθυσμός έχει συγκλονιστεί από το τρομερό πολιτικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα, που γεννήθηκε στην αλύτρωτη Τσαμουριά, δολοφονήθηκε άγρια σε αλβανικό έδαφος κοντά στα σύνορα. Το σώμα του βρέθηκε ακέφαλο. Οι Έλληνες πράκτορες, δολοφόνοι του, παρέδωσαν το κεφάλι του στις ελληνικές Αρχές… Στις 14 Αυγούστου 1940 το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων μετέδωσε το… πλούσιο ποινικό μητρώο του Νταούτ Χότζα. Την ίδια μέρα ο πρέσβης Ιωάννης Πολίτης ειδοποιούσε από τη Ρώμη πως ο δημοσιογράφος Γκάιντα, φερέφωνο των φασιστών σε άρθρο του καταφερόταν με σφοδρότητα εναντίον της Ελλάδας.


Στις 15 Αυγούστου 1940, το θωρακισμένο καταδρομικό «Έλλη» έφτασε από τα ξημερώματα σημαιοστολισμένο στην Τήνο, αποτελώντας την επίσημη κρατική συμμετοχή στη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Χιλιάδες προσκυνητές είχαν κατακλύσει το νησί. Στις 8.30 π.μ. τρεις τορπίλες κατευθύνθηκαν προς τον όρμο όπου ναυλοχούσε το πλοίο. Η πρώτη βρήκε μια ξέρα κι εξερράγη κοντά στον φάρο. Η δεύτερη έπεσε στον κυματοθραύστη. Η τρίτη έπληξε το «Έλλη» στα ύφαλα.

Το πλοίο έγειρε «λαβωμένο» και παρά την προσπάθεια να ρυμουλκηθεί, στις 9.45 π.μ. βυθίστηκε. 9 μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν και 24 τραυματίστηκαν. Στις 6 μ.μ. ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το ατμόπλοιο «Φρίντομ» στα Μάλια της Κρήτης. Δεν κατάφεραν όμως να το πλήξουν. Τα θραύσματα από τις τορπίλες αποκάλυψαν την ταυτότητα του «πλοίου δολοφόνου»: ιταλικός αριθμός μητρώου, ιταλικά στοιχεία. Επρόκειτο, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια για το υποβρύχιο «Delfino». Η αλήθεια αποκαλύφθηκε και ξέσπασε παγκόσμιος σάλος. Οι Ιταλοί αναδιπλώθηκαν και επινόησαν βρετανική προβοκάτσια για να οδηγηθεί η Ελλάδα στον πόλεμο. Η κυβέρνηση Μεταξά προσπαθούσε να διατηρήσει χαμηλούς τόνους και δεν ενοχοποίησε την Ιταλία: «άγνωστης εθνικότητας» ήταν επισήμως το υποβρύχιο που τορπίλισε την Έλλη.

Η αγωνιώδης προσπάθεια Μεταξά για τήρηση ουδέτερης στάσης


Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το γεγονός που καταδείκνυε μια αγωνιώδη προσπάθεια του Ιωάννη Μεταξά να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη, μην θέλοντας να δώσει αφορμή στον Μουσολίνι για να εμπλακεί η χώρα μας σε πόλεμο. Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος στην «Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949» γράφει:

«Στα τέλη Σεπτεμβρίου (1940) έλαβε χώρα μία μεγάλη σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων υπό την προεδρία του Μεταξά. Ο Αντιστράτηγος Ιωάν. Πιτσίκας, διοικητής της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, έκανε λόγο για άμεση επιστράτευση. Τότε ο Μεταξάς αποκρίθηκε: «Άκουσε Πιτσίκα! Δεν κινδυνεύεις εσύ να σε βγάλει προδότη η Ιστορία! Κινδυνεύω εγώ! Αν διατάξω επιστράτευση, για έναν στρατιώτη που θα στέλνω στα σύνορα ο Μουσολίνι θα στέλνει δύο και τότε η ελάχιστη ελπίδα που έχουμε να μην επιτύχει το σχέδιό τους θα εξατμισθεί». Το περιστατικό περιγράφει ο διπλωμάτης και συγγραφέας Άγγελος Σ. Βλάχος που ήταν παρών στη σύσκεψη. Αλλά και τον Παπάγο έπεισε ο Μεταξάς να μην γίνει γενική επιστράτευση. Το γεγονός αυτό θα αποτελούσε ευθεία πρόκληση προς την Ιταλία και το μηνιαίο κόστος του θα ήταν 2 δισεκατομμύρια δραχμές τον μήνα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, καθώς κανένας δεν γνώριζε τις πραγματικές προθέσεις των Ιταλών. Έτσι επιστρατεύτηκαν μόνο οι άνδρες της 8ης και 9ης Ταξιαρχίας.

Η σύσκεψη υπό τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940


Η απόφαση για επίθεση στην Ελλάδα λήφθηκε σε σύσκεψη στη Ρώμη υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι στη Ρώμη. Η 26η Οκτωβρίου ορίστηκε ως η ημέρα έναρξής της. Ο Μουσολίνι και ο γαμπρός του Τσιάνο σχεδίαζαν δόλιες ενέργειες για να δικαιολογήσουν την κήρυξη του πολέμου εναντίον της χώρας μας. Μόνο ο Μπαντόλιο είχε κάποιες αντιρρήσεις για το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε ως τότε. Στη σύσκεψη κλήθηκε και ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Τζακομόνι, ο οποίος αποκάλυψε τις προθέσεις των Αλβανών απέναντι στη χώρα μας: «Στην Αλβανία αναμένουν την ενέργεια με ανυπομονησία και οι κάτοικοι είναι γεμάτοι χαρά. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο ενθουσιασμός τους είναι τόσο ζωηρός ώστε τον τελευταίο καιρό έχουν κάπως δυσαρεστηθεί επειδή η ενέργεια δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί». Βασικός σκοπός της Ιταλίας ήταν η κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου. Θα ακολουθούσαν η κατάληψη της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Κρήτης.

Ο Μουσολίνι ρώτησε τους παρευρισκόμενους για το ποια μπορεί να ήταν η συνεισφορά των Αλβανών στην επικείμενη επίθεση. Ο Βισκόντι Πράσκα απάντησε: «Για το θέμα αυτό έχουμε καταρτίσει ανάλογο σχέδιο. Προτείνουμε την οργάνωση Συγκροτημάτων Ατάκτων από 2.500 έως 3.000 άνδρες στελεχωμένων με αξιωματικούς μας». Και ο Τζακομόνι: «Οι αιτήσεις τους (για κατάταξη) είναι πάρα πολλές. Πολλούς Μουσουλμάνους δεν συμφέρει να τις υποβάλλουν για να αποφύγουν τις μεταξύ τους πράξεις αντεκδικήσεων».

«ΟΧΙ» ή «Alors, c’ est la guerre»


Μερικά εμπόδια της τελευταίας στιγμής μετέθεσαν την ιταλική επίθεση για τις 28 Οκτωβρίου 1940. Στις 2.50 π.μ. της 28/10/1940 έφτασε στο σπίτι του Ιωάννη Μεταξά στη γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή στην Κηφισιά ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Μέσα σ’ αυτό βρίσκονταν τρεις άντρες. Ο ένας κατέβηκε (επρόκειτο για τον Αλβανό Ντεσάντο, διερμηνέα της ιταλικής πρεσβείας) και μιλώντας ελληνικά στον χωροφύλακα σκοπό είπε ότι ο πρέσβης της Ιταλίας Γκράτσι ήθελε να μιλήσει στον Μεταξά. Ο χωροφύλακας χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του για να ειδοποιήσει τους ενοίκους του σπιτιού! Όλοι κοιμόνταν εκείνη την ώρα. Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος είδε την τρίχρωμη σημαία του αυτοκινήτου και ξύπνησε τον Μεταξά λέγοντάς του ότι θέλει να τον δει ο Γάλλος πρέσβης, καθώς μπέρδεψε την τρίχρωμη σημαία της Ιταλίας με τη γαλλική. Ο Μεταξάς κατέβηκε στον κήπο. Αναγνώρισε την ιταλική σημαία και κατάλαβε ότι είχε φτάσει η ώρα μηδέν. Χαιρέτησε τον Γκράτσι και έκανε νεύμα στον σκοπό να αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Ντεσάντο με τον Στρατιωτικό Ακόλουθο έμειναν στον δρόμο. Ο Μεταξάς κι ο Γκράτσι ανέβηκαν στον πρώτο όροφο του σπιτιού. Ο Ιταλός έδωσε το τελεσίγραφο και ο Μεταξάς, αφού το διάβασε, είπε: «Alors, c’ est la guerre» («Ώστε (αυτό) είναι πόλεμος»). Ο Γκράτσι αιφνιδιάστηκε και προσπάθησε να πείσει τον Μεταξά ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο Μεταξάς που είχε συγκινηθεί ήταν όμως αμετάπειστος. «Ώστε βλέπετε πως πρόκειται για πόλεμο. Η ευθύνη θα βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Ήξερε κάλλιστα πως το μόνο που επιθυμούσε η Ελλάς ήτανε να παραμείνει ουδετέρα. Ήξερε όμως και πως ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουμε απέναντι σ’ οποιονδήποτε το εθνικό μας έδαφος». Ο Γκράτσι απάντησε: «Διατηρώ την ελπίδα πως θα λάβετε υπ’ όψη σας τη διαβεβαίωση της διακοινώσεως ότι η ιταλική κυβέρνησις δεν επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Θα περιμένω ως τις έξι στην πρεσβεία». Ο Μεταξάς του έδειξε να καταλάβει ότι η συζήτηση είχε τελειώσει. Τον συνόδευσε ως την πόρτα του κήπου και του είπε: «Vous etes le plus forts» («Έχετε τη δύναμη με το μέρος σας»). Ο Γκράτσι αισθάνθηκε αμηχανία και ντροπή. Υποκλίθηκε
στον Έλληνα πρωθυπουργό και αποχώρησε με σκυμμένο πρόσωπο.

Η ώρα ήταν 3.15 π.μ. ο Μεταξάς τηλεφώνησε στον βασιλιά Γεώργιο Β’ και τον ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί. Έπειτα επικοινώνησε με τον Βρετανό πρεσβευτή Πάλερετ, που του είπε ότι ανεβαίνει αμέσως στην Κηφισιά. Στη συνέχεια ο Μεταξάς ειδοποίησε τηλεφωνικά τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Παπάγο και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Σακελλαρίου. Ακολούθως συγκάλεσε στο υπουργείο Εξωτερικών το Υπουργικό Συμβούλιο. Στις 3.45 π.μ. τηλεφώνησε στους πρέσβεις μας στην Άγκυρα και το Βελιγράδι. Στις 4 π.μ. έφτασε στην Κηφισιά ο Πάλερετ. Ο Μεταξάς του ανακοίνωσε τα σχετικά με την επίδοση του τελεσιγράφου και ζήτησε την ενίσχυση της Μ. Βρετανίας. Ο Πάλερετ τον διαβεβαίωσε ότι η Βρετανία θα τηρήσει τις εγγυήσεις του 1939 και ότι θα ενημερώσει την κυβέρνησή του.

Αμέσως μετά ο Μεταξάς κατέβηκε στην Αθήνα. Στις 4.30 π.μ. έφτασαν στο Υπουργείο Εξωτερικών ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ με τον διάδοχο Παύλο. Στις 5.30 π.μ. άρχισε η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Την ίδια ώρα στην Ήπειρο, οι Ιταλοί παραβιάζοντας ακόμα και το τελεσίγραφό τους ξεκινούσαν την επίθεση εναντίον της Ελλάδας…