Πριν από δυο εβδομάδες, μια επιστολή την οποία υποτίθεται ότι είχε γράψει το 1920 ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ από την «καραντίνα» που βρισκόταν στην Γαλλική Ριβιέρα εξαιτίας της Ισπανικής Γρίπης, έκανε τον γύρο των social media και έγινε viral. Μεταξύ άλλων, στο γράμμα του συγγραφέα του «Μεγάλου Γκάτσμπι» αναφερόταν και το όνομα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος χαρακτηριζόταν «αρνητής της γρίπης» που αμελούσε να πλύνει τα χέρια του. Ούτε κι αυτό όμως δεν έβαλε σε υποψίες όσους κοινοποιούσαν κατά χιλιάδες το γλαφυρό και «επίκαιρο» κείμενο.
Βεβαίως, η επιστολή ήταν “fake” και είχε γραφτεί ως παρωδία του ύφους του Φιτζέραλντ για το λογοτεχνικό / σατιρικό περιοδικό McSweeney’s μόλις είχαν αρχίσει να ανακοινώνονται τα διάφορα lockdown ανά τον πλανήτη εξαιτίας της τωρινής πανδημίας. Υπάρχει όμως μια αληθινή ιστορία καραντίνας την εποχή του μεσοπολέμου με πρωταγωνιστή τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος βρέθηκε σε υποχρεωτική απομόνωση μαζί με την σύζυγό αλλά και την ερωμένη του.
Όλοι τους πάντως υπήρξαν πρωτοπόροι της «κοινωνικής απόστασης». Στο τέλος κάθε βραδιάς τα άδεια μπουκάλια έμεναν έξω από την αυλόπορτα και όταν λίγες εβδομάδες αργότερα τα δύο ζεύγη επισκεπτών έφυγαν από το θέρετρο, αυτά τα «τρόπαια» κάλυπταν όλο το μήκος του φράχτη.
Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι του 1926, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ακόμα παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο, Χάντλεϊ Χέμινγουεϊ, και ο γιος τους ο Τζακ, τον οποίαν χαϊδευτικά φώναζαν Μπάμπι, είχε κλείσει τα τρία χρόνια του. Το ζεύγος είχε μετακομίσει μερικά χρόνια πριν στο Παρίσι και πλέον ο Αμερικανός συγγραφέας είχε αποκτήσει όλα τα κουσούρια του lifestyle ενός διάσημου συγγραφέα στην πόλη του Φωτός – ανάμεσα σ΄ αυτά και μια glamorous ερωμένη, την Πολίν Φάιφερ, η οποία έμοιαζε να είναι ακριβώς το αντίθετο της συζύγου του.
Η Χάντλεϊ καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια ενώ η Πολίν ήταν μια ζάπλουτη κληρονόμος. Η Χάντλεϊ ήταν «κορίτσι του σπιτιού» ενώ η Πολίν έγραφε για την Vogue και διακρινόταν από την εξωστρεφή, λαμπερή και απαιτητική προσωπικότητά της. Όταν η Χάντλεϊ πληροφορήθηκε τον δεσμό και ζήτησε τον λόγο από τον Χέμινγουεϊ, εκείνος έγινε έξαλλος και έριξε το φταίξιμο στην ίδια.
Αποφάσισαν πάντως να συνεχίσουν μαζί, παρότι ο Χέμινγουεϊ δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την Πολίν, ούτε και η ίδια η Πολίν να αποτραβηχτεί διακριτικά. Αντιθέτως, ήταν πανταχού παρούσα στη ζωή του συγγραφέα και η Χάντλεϊ έπρεπε να το αποδεχτεί αυτό ως τη νέα της κανονικότητα.
Γύρω στα μέσα Μαΐου, ο Χέμινγουεϊ αναχώρησε για την Μαδρίτη για να παρακολουθήσει τις ταυρομαχίες και η Χάντλεϊ πήρε το παιδί και πήγαν να μείνουν στην θρυλική Villa America, το πολυτελές εξοχικό του ζεύγους Τζέραλντ και Σάρα Μέρφι στην Αντίμπ. Το σπίτι ήταν ένας παράδεισος πάνω στη Γαλλική Ριβιέρα με θέα τη Μεσόγειο.
Ο μικρός Μπάμπι είχε έναν επίμονο βήχα όταν ξεκίνησε από το Παρίσι, ο οποίος χειροτέρεψε όταν έφτασαν στη βίλλα. Ανήσυχο το ζεύγος Μέρφι που έβλεπε τον μικρό να παίζει βήχοντας με τα τρία παιδιά τους, κάλεσαν τον γιατρό. Η διάγνωση του ήταν ότι το αγοράκι είχε προσβληθεί από ασθένεια του αναπνευστικού, εξαιρετικά μεταδοτική. Η Χάντλεϊ ήταν αναγκασμένη να πάρει το παιδί και να αναζητήσει αλλού κατάλυμα.
Ευτυχώς, μόλις πληροφορήθηκαν την κατάσταση, ο Σκοτ και η Ζέλντα Φιτζέραλντ – οι οποίοι επίσης παραθέριζαν στην Αντίμπ – της παραχώρησαν ένα μικρό εξοχικό σπίτι που είχαν νοικιάσει στην περιοχή για το καλοκαίρι εκτός από αυτό που διέμεναν, ως καταφύγιο καραντίνας. Στο μεταξύ, ο Τζέραλντ Μέρφι έστειλε επιστολή στον Χέμινγουεϊ στην Μαδρίτη, δικαιολογώντας την απόφαση απομάκρυνσης της Χάντλεϊ και του μικρού από το σπίτι τους, γράφοντάς του να μην ανησυχεί και ότι θα είναι καλύτερα στο σπίτι που έμεναν τώρα.
Συγχρόνως, είχε αφιχθεί εσπευσμένα από το Παρίσι και η νταντά του παιδιού. «Οι Μέρφι και οι Φιτζέραλντ κρατούν «μεγάλη απόσταση από εμάς τους δηλητηριώδεις», έγραφε στον σύζυγό της η Χάντλεϊ, παρότι και τα δύο ζεύγη τους έστελναν τακτικά προμήθειες. Η μοναξιά και η αβεβαιότητα είχαν αρχίσει να την καταβάλλουν και ο μόνος τρόπος για να χαλαρώσει από το άγχος ήταν ένας περίπατος προς την πόλη και κανένα σφηνάκι ουίσκι πού και πού.
Σύντομα όμως θα είχε παρέα, αν και όχι αυτή που θα ήθελε. «Η Φάιφερ έρχεται να μας δει την Τετάρτη» έγραψε μια μέρα στον Χέμινγουεϊ. Αργότερα, η Χάντλεϊ θα έλεγε μιλώντας σε έναν βιογράφο του συζύγου της ότι εκείνος είχε παρακαλέσει την Πολίν Φάιφερ να πάει να της κάνει παρέα επειδή είχε περάσει τέτοια ασθένεια μικρή και είχε ανοσία. Στην πραγματικότητα όμως, σε επιστολή που έγραψε στον σύζυγό της στις 21 Μαΐου, η Χάντλεϊ τον πληροφορεί ότι η ίδια προσκάλεσε την Φάιφερ «να κάνει μια στάση εδώ αν θέλει», προσθέτοντας πόσο «αστείο θα ήταν αν εσύ κι εγώ κι η ‘Φάιφ’ περνούσαμε το καλοκαίρι μαζί».
Πράγματι, η Πολίν Φάιφερ κατέφτασε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι, ενώ σύντομα αφίχθη και ο Χέμινγουεϊ, στήνοντας έτσι το σκηνικό για μια από τις πιο περίεργες και πιο κλειστοφοβικές συγκατοικήσεις όλων των εποχών. Ο συνδυασμός ήταν εκρηκτικός. Λογικά, η ιδέα του να πρέπει να μοιραστείς ένα τριάρι με μια θυμωμένη σύζυγο, μια ερωμένη, ένα άρρωστο παιδί και μια νταντά στα όρια νευρικής κρίσης, θα είχε τρελάνει κάποιον άλλον, όχι όμως τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος θα περιέγραφε αργότερα αυτό το σκηνικό ως «εξαιρετικό μέρος για γράψιμο».
Βοήθησαν σίγουρα και οι Μέρφι με τους Φιτζέραλντ, οι οποίοι κάθε απόγευμα ερχόντουσαν στο σπίτι για κοκτέιλ εξ αποστάσεως, παρκάροντας τα αυτοκίνητά τους έξω από την αυλή και στη συνέχεια έπιναν τα ποτά τους από τον φράχτη ενώ ο Χέμινγουεϊ, η Χάντλεϊ και η Πολίν έπιναν τα δικά τους από τη βεράντα του σπιτιού.
Όλοι τους πάντως υπήρξαν πρωτοπόροι της «κοινωνικής απόστασης». Στο τέλος κάθε βραδιάς τα άδεια μπουκάλια έμεναν έξω από την αυλόπορτα και όταν λίγες εβδομάδες αργότερα τα δύο ζεύγη επισκεπτών έφυγαν από το θέρετρο, αυτά τα «τρόπαια» κάλυπταν όλο το μήκος του φράχτη.
Η καραντίνα απέδωσε: Ο Μπάμπι έγινε καλά χωρίς, κατά τα φαινόμενα, να κολλήσει κανέναν άλλον. Μετά από μερικές εβδομάδες, το τρίο (μαζί με το παιδί και την νταντά) έφυγε από το σπίτι και έστησε το «αρχηγείο» του σ΄ ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά. Η Πολίν Φάιφερ παρέμεινε πανταχού παρούσα – «όλα γινόντουσαν a trois», θυμόταν αργότερα η Χάντλεϊ, η οποία επίσης θυμόταν ότι ο Πολίν επέμενε να της κάνει μάθημα κατάδυσης κατά το οποίο παραλίγο να σκοτωθεί.
Ακόμα κι όταν η Φάιφερ επέστρεψε μόνη της στο Παρίσι, εξακολουθούσε να βομβαρδίζει τον Χέμινγουεϊ με επιστολές στις οποίες κατέληγε: «Στο τέλος γίνεται πάντα αυτό που θέλω εγώ».
Ο γάμος του Έρνεστ και της Χάντλεϊ Χέμινγουεϊ δεν άντεξε ως το τέλος εκείνου του καλοκαιριού. Είχε επιζήσει από την καραντίνα, αλλά η επιμονή της Πολίν Φάιφερ αποδείχτηκε εν τέλει καθοριστική και μοιραία.
Πηγή: Town and Country