Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου 1900. Έρχεται στη ζωή ο Γεώργιος Σεφεριάδης. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1926, διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Με την ποιητική συλλογή «Στροφή» το 1931, ο Σεφέρης θα εγκαινιάσει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα». Το πλούσιο ποιητικό και συγγραφικό του έργο θα αναγνωριστεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963.
Ο καθηγητής Νέας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου Ρόντρικ Μπίτον, εξετάζει στην βιογραφία του μεγάλου ποιητή, τόσο το ρόλο του σε καίριες διπλωματικές θέσεις κατά τη διάρκεια και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη θητεία του ως πρέσβη στο Λονδίνο, ενώ αναλύει και το λογοτεχνικό του έργο. Μέσα σε αυτή τη βιογραφία υπάρχει και η επιστολή του Σεφέρη στην Μαρώ, όπως την είχε ονομάσει ο ίδιος. Τη σύζυγό του.
[Αθήνα] Κυριακή πρωί. [29 Σεπτεμβρίου 1940]
«Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή.
Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει.
Τί τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. – Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία.
Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω.
Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά.
Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα».
Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ
[ΥΓ.] Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου.
Οι επιστολές που αντάλλαζε το ζευγάρι ήταν αμέτρητες. Μέχρι τις 22 Ιουλίου 1971 όταν ο Σεφέρης εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας.
Μετά το θάνατό του, η Μαρώ δώρησε τη βιβλιοθήκη του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο Κρήτης, το αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας και τις φωτογραφίες του στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Εξέδωσε τα ανέκδοτα ποιήματά του και την αλληλογραφία τους. Έμενε στην οδό Άγρας στο Παγκράτι και άνοιγε το σπίτι της σε εκπαιδευτικούς. Οι κόρες της είχαν κληρονομήσει τον Γιώργο Σεφέρη. Απεβίωσε σε ηλικία 71 ετών στην Αθήνα.
Με πληροφορίες από
Wikipedia, Sansimera, Kathimerini, Vimagazino