Στα Αφρικανικά το όνομα του είναι «Καλιάνκο», στα ελληνικά Στέφανος, αλλά το όνομα που τον απογείωσε είναι αυτό του «Μαμαντού» από τον ρόλο του στο «Πέτα τη Φριτέζα». Με καταγωγή από την Γιουγκάντα – όπως μου έμαθε να το λέω σωστά- ο Στέφανος Μουαγκιέ είναι ένας άνθρωπος χαρούμενος, χαμογελαστός, βαθιά σκεπτόμενος και με εξαιρετικό ταλέντο! Τον συνάντησα στις πρόβες του «Hair The Musical», στο θέατρο ΡΙΑΛΤΟ – Αλέκος Αλεξανδράκης και μιλήσαμε για όλα όσα ταλανίζουν ολόκληρο τον πλανήτη αλλά και τη χώρα μας, ενώ μου «χάρισε» και λίγη μυρωδιά από την πατρίδα του, τη Γιουγκάντα!
Συνέντευξη στη Δήμητρα Βγενά
Photo Credits Βένια Μπουκουβάλα
Σε βρίσκουμε στο θέατρο Ριάλτο με το έργο «Hair The musical». Μίλησε μας λίγο γι αυτό… Τι πραγματεύεται;
Βλέπουμε μια ομάδα, μια μπάντα που βιώνει τις ανησυχίες της. Μιλάμε για την εποχή τέλη 60s, αρχές 70s, άρα υπάρχει ακόμη το ρεύμα του Woodstock και βλέπουμε όλη την ιδεολογία των Hippies, από τους αγώνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι την γενική ιδεολογική απελευθέρωση που είχαν.
Ο ρόλος που θα υποδυθείς;
Υποδύομαι τον Χαγκ, ένα μέλος της μπάντας. Είναι ένας πρόσχαρος άνθρωπος, χαρούμενος, που παίρνει πάντα θέση σε ότι έχει να κάνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις φυλετικές διακρίσεις.
Θα ξεκινούσατε νωρίτερα τις παραστάσεις, αλλά αυτό δεν έγινε ένεκα μέτρων προστασίας κατά του Covid-19. Αλήθεια, ποια η γνώμη σου για το πλήγμα που δέχεται ο καλλιτεχνικός χώρος;
Δυστυχώς για ακόμη μια φορά, ενώ είμαστε μια χώρα που όποτε της δίνεται η ευκαιρία καυχιέται για το ότι οι τέχνες έχουν γεννηθεί εδώ – πράγμα που είναι αλήθεια-, βλέπουμε ότι για ακόμη μια φορά ο καλλιτεχνικός χώρος χτυπιέται και μάλιστα με δόλο, μπορώ να πω. Καθώς βλέπουμε ότι με τον Covid-19 υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δηλαδή βλέπουμε ότι σε κάποιους χώρους για να το γυρίσουμε και λίγο στην πλάκα ο Covid αδυνατεί να εξαπλωθεί και κάποια άλλα μέρη είναι άκρως επικίνδυνα και πρέπει να κλείσουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στους χώρους τέχνης μπορούν να τηρηθούν οι αποστάσεις και ότι έχει ζητηθεί από το κράτος μπορεί να το πράξει ο εκάστοτε θιασάρχης. Από την άλλη βλέπουμε τι γίνεται στις πλατείες ή βλέπουμε ότι σε άλλες επιχειρηματικές ζώνες. Ο Covid δεν επηρεάζει, για παράδειγμα, τα αεροπλάνα που η πληρότητα είναι 100% ή τα πλοία που η πληρότητα είναι 87%. Στο θέατρο άφησαν ένα 60% και καλούμαστε να πούμε ευχαριστώ οι ηθοποιοί, που τελικά έκλεισαν και τα θέατρα. Δεν ξέρω τι να πω…
Ετοιμάζεις κάτι άλλο για φέτος το χειμώνα; Θα σε δούμε κάπου αλλού;
Στην μεγάλου μήκους ταινία MUSA, σε σκηνοθεσία Νίκου Νικολόπουλου. Ένα ψυχολογικό θρίλερ, με εμένα στον ρόλο του Musa. Τα γυρίσματα έγιναν στην Ελλάδα, ήταν να γίνουν και στην Ισλανδία αλλά δυστυχώς λόγω Covid δεν έγινε η τελευταία πράξη ποτέ στην Ισλανδία, ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα. Η ταινία θα βγει αρχές του 2021 και θα πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Σε φοβίζει ο φετινός χειμώνας; Σε ρωτάω γιατί σε παγκόσμιο επίπεδο βρισκόμαστε σε μια αναταραχή εξαιτίας του ιού.
Ζούμε σε περίεργες μέρες, το θέμα είναι να αποκτήσουμε όλοι μας την ικανότητα να βρούμε τους ρυθμούς μας σε αυτές τις φαύλες μέρες που ζούμε. Δεν μπορούμε να κάτσουμε με τα χέρια δεμένα και να κλαίμε την μοίρα μας. Από την άλλη δεν μπορούμε να κάνουμε σαν να μην υπάρχει όλο αυτό. Το λυπηρό είναι πως ήδη έχει αφήσει τα σημάδια του, που ίσως μας ακολουθήσουν και στο μέλλον, γιατί ήδη βλέπω πως έχει αλλάξει το mentality του κόσμου. Επειδή κυκλοφορώ αρκετά, βλέπω άτομα που αγαπώ, με αυτά που ακούνε και με αυτά που γίνονται, βλέπω στο βλέμμα τους ότι ενώ θέλουν να σε κάνουν μια εγκάρδια αγκαλιά, βλέπεις ότι πάνε να την κάνουν αλλά σκεπτόμενοι το τι ζούμε, παγώνουν! Αυτό για μένα είναι ότι χειρότερο έχω ζήσει!
Εσύ φέτος θα μπορούσαμε να πούμε πως έχεις «χτυπηθεί» από παντού, καθώς έχεις ανοίξει και ένα μαγαζί εστίασης το PHOENIX bar. Πως γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Και η εστίαση έχει χτυπηθεί ανεπανόρθωτα. Και πίστεψέ με δεν είναι καθόλου καλύτερα που είναι τα μαγαζιά ανοιχτά, σε σχέση με τα θέατρα που είναι κλειστά, γιατί έχουν δώσει μία πλασματική άδεια λειτουργίας μέχρι τις 12, έχει γίνει ποσόστωση στους εξωτερικούς χώρους των καταστημάτων, ενώ θα μπορούσε να τηρηθεί αυτό που είχαν πει στην αρχή με τις σωστές αποστάσεις των τραπεζιών. Επίσης έχει γίνει ποσόστωση και στους εσωτερικούς χώρους, έχει μειωθεί και το ωράριο, οπότε ένα μαγαζί δεν μπορεί να σταθεί. Στην ουσία είναι σαν να σου λένε κλείστο! Για μένα το PHOENIX είχε δύο πλευρές και την ρομαντική και την βιοποριστική. Την ανάγκη δηλαδή του ηθοποιού να ξέρει ότι υπάρχει άλλη μια δουλειά- ένα μαγαζί – που αν δεν του πάει κάτι καλά στην πρώτη του δουλειά υπάρχει και μια δεύτερη που μπορεί να μπει μέσα να δουλέψει…
Και οι δυο σου γονείς είναι από την Ουγκάντα. Μυρωδιά από αυτή τη χώρα υπήρχε μέσα στο σπίτι που μεγάλωσες;
Πάντα θεωρούσα και θεωρώ πως την ιστορία ενός κράτους την συνοδεύει η γαστρονομία της, η μουσική της και γενικά η ποίηση της, άρα από την πρώτη μέρα που γεννήθηκα υπήρχαν πάντοτε αυτά. Σε γεύση θυμάμαι μια ειδική σοδιά μπανάνας που δεν ωριμάζει ποτέ και την κάνουν πουρέ και τη συνοδεύουν με διάφορα κρέατα ή με μια παραδοσιακή sauce που φτιάχνεται από φιστίκι. Ήταν ένα φαγητό που το έφτιαχνε η μητέρα μου όταν έρχονταν συγγενείς μου από την Ουγκάντα και πάντα έκανε παραγγελία από Αφρική τις μπανάνες. Από παράδοση, θυμάμαι κάποιους μεγαλύτερους που έκαναν –το έχω μεταφράσει εγώ στο μυαλό μου λόγο εν ρυθμό- μοντέρνα αν το πούμε στην εποχή μας Ραπ ή αυτό που θα λέγαμε στην Ελλάδα, μαντινάδες γιατί χρησιμοποιούν την τεχνική της ρίμας. Αυτό λοιπόν το έκαναν σε γιορτές, γάμους, βαφτίσια, σε κάθε ευκαιρία που θα συναντιόταν κόσμος από την ίδια χώρα.
Την έχεις επισκεφτεί ποτέ; Θα μπορούσες να μείνεις μόνιμα εκεί για παράδειγμα;
Καταρχάς –μου αρέσει να το κάνω αυτό- είναι Γιουγκάντα και όχι Ουγκάντα. Όπου βρεθώ και όπου σταθώ το λέω αυτό (γέλια). Είχα αφήσει 11 χρόνια κενό λόγο δουλειάς αλλά το έβαλα στόχο να μην χάνω την επαφή και με τη χώρα καταγωγής μου άρα τα τελευταία 2 χρόνια πηγαίνω κάθε χρόνο. Φέτος ήταν να πάω πάλι τα Χριστούγεννα, αλλά λόγω Covid δεν θα μπορέσω να πάω. Τώρα για το μόνιμα, θα ήθελα να μπορώ να κάνω αυτό που κάνει η μητέρα μου, να μοιράζω το χρόνο ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ…
Το ενδεχόμενο να φύγεις από την Ελλάδα για να αναζητήσεις κάτι καλύτερο είναι σε αυτά που ονειρεύεσαι;
Όχι! Είμαι ρομαντικός και δεν θέλω στα δύσκολα να παρατήσω το «καράβι»!
Είχες ωραία παιδικά χρόνια; Τι θυμάσαι έντονα;
Είχα την τύχη να ζω σε μια περιοχή που οι πόρτες για μένα ήταν ανοιχτές όπως άλλωστε ήταν και η δική μας ανοιχτή σε όλους. Προέρχομαι από μια περιοχή το Βύρωνα, που ιστορικά είναι προσφυγική. Πολύ γλυκά, πολύ ωραία παιδικά χρόνια! Θυμάμαι έντονα τα ατελείωτα μερόνυχτα να παίζω στην Αγία Τριάδα, στον Άγιο Λάζαρο, στην πλατεία Δεληολάνη αλλά και στο Άλσος Παγκρατίου…
Ρατσιστικές διακρίσεις βίωσες στη δουλειά σου;
Όχι, ποτέ. Θέλω να πιστεύω και ισχύει, ότι επειδή κινούμαι στο χώρο που έχεις να κάνεις με καλλιτέχνες, είναι πιο open minded, δεν κάνει φυλετικές διακρίσεις, φυλετικούς διαχωρισμούς, ούτε στέκεται στις σεξουαλικές προτιμήσεις που έχει κάθε άτομο. Από την άλλη δεν μπορώ να σου κρύψω πως οι ευκαιρίες για μένα είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με κάποιον άλλο ηθοποιό που είμαστε στην ίδια ηλικία. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με διάκριση, έχει να κάνει με το πως είμαστε σε μια χώρα που τώρα κάνει κάποια βήματα. Πριν χρόνια δηλαδή, αν λέγαμε πως υπάρχει μαύρος ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο, δεν θα το γνώριζαν καν. Πλέον αυτό γίνεται και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να είμαι στο Εθνικό σε παραγωγές ή στη Λυρική σκηνή.
Έχεις πει σε πολλές συνεντεύξεις σου πως χάρη στη μαμά σου δεν φοβήθηκες ποτέ και ήσουν έτοιμος να αντιμετωπίσεις οποιοδήποτε σχόλιο ή συμβάν. Τι ήταν αυτά που σε συμβούλευε και γιατί θεωρείς πως τα κατάφερε;
Γιατί από πολύ μικρός μου έδειξε τον πραγματικό κόσμο. Μου έδωσε από πολύ μικρή ηλικία να κατανοήσω πως τίποτα δεν θα μου χαριστεί και ειδικά εμένα που θα πρέπει να αποδείξω επί το εκατονταπλάσιο ότι αξίζω να έχω αυτό που πρέπει να έχω. Από πολύ μικρή ηλικία μου έδωσε να καταλάβω επίσης, ότι μια μερίδα ανθρώπων ακόμα –και τότε και τώρα- διαχωρίζουν ανθρώπους από το χρώμα τους, τη θρησκεία τους, τη σεξουαλική τους προτίμηση.
Έχεις δηλώσει πως αρνιόσουν πεισματικά ρόλους με ξενική προφορά στην αρχή της καριέρας σου. Πέρυσι σε είδαμε ως «Μαμαντού» στο σίριαλ «Πέτα τη Φριτέζα». Ήταν ο ρόλος που σε έκανε να πεις το «ναι» ή θεώρησες πως ήταν η κατάλληλη στιγμή;
Στην αρχή μου δεν ήθελα να παίξω το τετριμμένο του να κάνω έναν μαύρο που δεν μιλάει καλά ελληνικά. Ήθελα να αποδείξω πως υπάρχουν μαύροι που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και μιλάνε ελληνικά όπως όλοι. Μετά από 12 χρόνια πορείας όμως δεν είχα πλέον να αποδείξω κάτι, οπότε δέχτηκα με χαρά.
Ο «Μαμαντού» ήταν μια προσωπικότητα χαρούμενη, με μπόλικη δόση τρέλας και χιούμορ, ερωτιάρης, πονηρός, έξυπνος. Αλήθεια ποια από αυτά τα στοιχεία του έχει και ο Στέφανος στη ζωή του;
Σίγουρα το χαρούμενος, το ότι πάντα βρίσκω την ευκαιρία ακόμη και σε δύσκολες στιγμές να κάνω χαβαλέ αλλά για να είμαι ειλικρινής δημιούργησα έναν χαρακτήρα που είναι πολύ μακριά από εμένα. Μου άρεσε δηλαδή που και ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης μου είχαν δώσει ελευθερία και έτσι έβαλα πολλά έντονα στοιχεία από pitzi English- τα αγγλικά που μιλάνε στη Δυτική Αφρική- και συμπεριφορές που έχω δει να συμβαίνουν και με έκαναν να γελάω. Είναι αμέτρητες οι ιστορίες στο κομμωτήριο που πάω –και επίτηδες πάω εκεί- από άτομα της αφρικανικής κοινότητας που βλέπω και είχα δει αρκετούς τύπους που ήταν σαν τον Μαμαντού. Δηλαδή, ψιλοαπατεωνάκους στο θέμα των γυναικών. Ο τύπος δηλαδή που έκλεινε το τηλέφωνο και με το που το έκλεινε μίλαγε με άλλη, και μετά με άλλη, ή η παντόφλα με την κάλτσα, πάλι είχα δει τύπους τέτοιους. Ευγνωμονώ και τους σεναριογράφους και τον σκηνοθέτη μου, που μου έδωσαν το ελεύθερο ακόμα και στο να του δώσω όνομα. Κανονικά ο Μαμαντού λεγόταν Ντιάρα. Επειδή όμως έχω έναν φίλο που φτιάχνει ρούχα και τον λένε Μαμαντού, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι γενικότερα στην Ελλάδα άκουγαν το όνομα του και γελάγανε και εγώ χαριτολογώντας του είχα πει πως εγώ αυτό το όνομα θα το κάνω διάσημο. Δεν το είχα πει σε μορφή έπαρσης. ΄Όταν λοιπόν μου πρότειναν τον ρόλο, πρότεινα να τον ονομάσω Μαμαντού και μάλιστα όταν παίχτηκε το πρώτο επεισόδιο με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «Τελικά το έκανες»! Και αυτό το όνομα έκανε πολύ hit στο τέλος!
Κλείνοντας θέλω να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο που λόγω καταγωγής μόνο εσύ μπορείς να το απαντήσεις. Από που βγήκε η φράση «Ουγκάντα γίναμε»;
Ήταν τότε που ο Ιντί Αμίν Νταντά σπούδαζε στη σχολή Ευελπίδων εδώ. Δέχτηκε μεγάλο ρατσισμό απ’ ότι λένε οι ιστορίες και όταν γύρισε στα πράγματα, τους πρώτους που έδιωξε ήταν Ινδούς αλλά και Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες. Ένας από αυτούς είχε την Coca Cola τότε. Όταν βγήκε σε διάγγελμα, αυτό που είπε ήταν ότι όποιος είναι να φύγει -που θα έφευγαν λόγω του ότι τους έδιωξε- δεν θα έπαιρνε τίποτα από τα οικονομικά και υλικά υπάρχοντα του. Όταν λοιπόν τότε μπήκε στη μέση το ελληνικό κράτος με τον Ράλλη και προσπάθησε οι επιχειρηματίες να πάρουν την περιουσία τους, αυτός δεν το διαπραγματεύτηκε. Το μόνο που έκανε ήταν να κλείσει το τηλέφωνο. Όταν λοιπόν ο Ράλλης ήθελε να εκφράσει στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι κάτι είναι ανεξήγητο και δεν υπάρχει εξήγηση, ούτε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε, είπε «Ουγκάντα γίναμε». Γιατί ο Ιντί Αμίν Νταντά, σε εκείνο το τηλέφωνο δεν απάντησε ούτε ναι, ούτε όχι. Απλά, έκλεισε το τηλέφωνο!