Δύο πτώματα, ένα ως στόχος του δολοφόνου και ένα ως παράπλευρη απώλεια βρίσκονται«Στον 5ο όροφο της Νομικής», στο νέο βιβλίο του Χρήστου Μαρκογιαννάκη, που έχει ήδη αγαπηθεί πολύ από το ελληνικό μα και το γαλλικό κοινό. Πολυγραφότατος και με διάχυτη τη γαλλική φινέτσα, ζει μόνιμα στο Παρίσι, ενώ εκτός από την χώρα μας έχει ήδη εκδόσει 5 βιβλία στη Γαλλία κάτι που δείχνει ότι μάλλον κάτι κάνει καλά και τον έχει αγαπήσει τόσο το Γαλλικό κοινό… Και πως να κάνει αλλιώς άλλωστε όταν το μυστήριο συναντά την τέχνη και τον κινηματογραφικό ρυθμό επιτρέποντας στην πλοκή να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον… Για πάμε να τον γνωρίσουμε…
Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Έχετε σπουδάσει Νομική και Εγκληματολογία. Τι ήταν αυτό που τελικά σας κέρδισε στη συγγραφή;
Ένας συγγραφέας έχει πάντα τον έλεγχο στον κόσμο που δημιουργεί. Όταν γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα δε, μπορεί να διαβεβαιώσει τον εαυτό του και τον αναγνώστη πως στο τέλος θα έρθει η κάθαρση: ο δολοφόνος θα αποκαλυφθεί, η ισορροπία που διαταράχθηκε με το έγκλημα θα αποκατασταθεί. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα στην πραγματική ζωή, στα πραγματικά εγκλήματα. Την ανθρώπινη δικαιοσύνη, που δεν είναι πάντα τέλεια, την αντισταθμίζει, λοιπόν, η δικαιοσύνη του λογοτεχνικού κόσμου. Αυτό με έκανε να αφοσιωθώ στη συγγραφή: η αίσθηση ικανοποίησης από την τελική, αριστοτελική κάθαρση.
Οι σπουδές σας έπαιξαν τον ρόλο τους προκειμένου να εστιάσετε στην αστυνομική λογοτεχνία;
Αναμφίβολα! Χωρίς τη Νομική και την Εγκληματολογία δεν θα ήμουν ο συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που είμαι. Η πρώτη με βοήθησε να δομήσω τη σκέψη μου, να ξεκινάω απ’ το γενικό και, χάρη στην εισαγωγή με το αίνιγμα και τον κυρίως κορμό με τα στοιχεία, να φτάνουμε με τον αναγνώστη στα συμπεράσματα, στο γιατί, το πώς και το ποιοςτου δολοφόνου. Η δεύτερη με βοήθησε να εντρυφήσω στο εγκληματικό φαινόμενο ώστε, όταν μιλάω για την ψυχολογία και τα κίνητρα του εγκλήματος, να ξέρω τι λέω. Η συγγραφή, λοιπόν, όταν προέκυψε χάρη στο Παρίσι, ήταν απόρροια από τη μία των σπουδών μου, κι από την άλλη της αγάπης μου για το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το πρώτο μου χειρόγραφο ήταν ακριβώς όπως εγώ, ως εγκληματολόγος και φανατικός αναγνώστης των Άγκαθα Κρίστι, Ζορζ Σιμενόν, Πατρίσια Χάισμιθ, Φίλις Ντόροθι Τζέιμς κ.ά., θα ήθελα να το διαβάσω. Και όταν δημοσιεύτηκε διαπίστωσα με χαρά πως υπήρχαν κι άλλοι αναγνώστες που μοιράζονταν αυτή την επιθυμία!
Κατά τη γνώμη σας, είναι απαραίτητες ειδικές γνώσεις για τη δημιουργία ενός αστυνομικού μυθιστορήματος;
Όχι απαραίτητες, αλλά σίγουρα χρήσιμες. Εμένα με βοήθησαν να αποφύγω «εύκολα» λάθη και να αναπτύξω το ψυχολογικό και κοινωνιολογικό κομμάτι των whodunit μου. Φυσικά υπάρχουν πάντα πράγματα που δεν γνωρίζω, τεχνικά θέματα, αρχές και ορισμοί άλλων επιστημών, για τα οποία, πλην της δικής μου ενδελεχούς έρευνας, ζητάω πάντα τη συνδρομή ειδικών.
Όταν αποφάσισα να γράψω τα δοκίμιά μου για «Το έγκλημα στην τέχνη και ως μία εκ των καλών τεχνών» δεν είχα ειδικές γνώσεις στην ιστορία της τέχνης, που ήταν η μία από τις δύο επιστήμες που θα εφάρμοζα στα έργα που θα ανέλυα (ή άλλη ήταν η εγκληματολογία). Πέρασα, λοιπόν, τρία χρόνια στα αρχεία του Λούβρου, κι έπειτα του Ορσέ, για να καλύψω το κενό, και το αποτέλεσμα με δικαίωσε. Με λίγα λόγια, όταν δεν ξέρω κάτι, το ψάχνω και συμβουλεύομαι αυτούς που ξέρουν.
Η αστυνομική λογοτεχνία είναι παγκοσμίως από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα είδη… Τι είναι αυτό που κάνει τους αναγνώστες να την αγαπούν τόσο;
Είναι όντως ένα από τα πιο αγαπημένα είδη παγκοσμίως. Η δημοφιλία της ωστόσο την έχει κατατάξει στο μυαλό κάποιων ως λογοτεχνία δεύτερης διαλογής, αυτό που στα γαλλικά αποκαλούν littérature de gare (λογοτεχνία σιδηροδρομικών σταθμών) ή στα αγγλικά airport novels (μυθιστορήματα αεροδρομίου).
Σε αυτό η διαφωνία μου είναι απόλυτη: ένα καλογραμμένο αστυνομικό μας βοηθά να καταδυθούμε στον βυθό της ανθρώπινης ύπαρξης, στα ρευστά σύνορα του περάσματος στην εγκληματική πράξη, στις κοινωνικές συνθήκες, και να απαντήσουμε στο ερώτημα που απασχολεί θρησκείες και φιλοσοφία: ΠΟΙΟΣ; Ποιος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος, ή ο υπεύθυνος για όσα συμβαίνουν, στις πρώτες, ποιος είναι ο δράστης στην αστυνομική μυθοπλασία.
Και πέρα από μερικές ευχάριστες ώρες ανάγνωσης και ικανοποίησης σκοτεινών ενστίκτων, οι αναγνώστες αποζητούν την απάντηση στο ποιος, την εύρεση του εγκληματία που, όπως είπαμε, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, έρχεται σχεδόν πάντα στην αστυνομική λογοτεχνία. Ζούμε σε έναν ανασφαλή, βίαιο κόσμο, αλλά στη λογοτεχνία, όσο κι αν τα πράγματα πάνε άσχημα, έχουμε τη βεβαιότητα της λύσης, και μάλιστα από το ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού μας.
Εσείς ποια αστυνομικά βιβλία από όσα έχετε διαβάσει ως σήμερα ξεχωρίζετε ως, ας πούμε, αγαπημένα;
Η λίστα είναι τεράστια και συνεχίζει να εμπλουτίζεται! Θα σας αναφέρω μονάχα το top 3 μου, που δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια: Η δολοφονία του Ρότζερ Άκροϊντ, της Άγκαθα Κρίστι, H κόρη του χρόνου, της Ζοζεφίν Τέι, και Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, της Πατρίσια Χάισμιθ. Αν δεν τα έχετε διαβάσει, σας τα συστήνω ανεπιφύλακτα.
Έπειτα από το Μυθιστόρημα με κλειδί, που σας σύστησε πέρσι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, επιστρέψατε με το Στον 5ο όροφο της Νομικής, η γαλλική έκδοση του οποίου έχει αποσπάσει το βραβείο της Académie du Var. Μιλήστε μας γι’ αυτή σας τη δουλειά…
Μετά την καλοκαιρινή Νήσο και τις διακοπές του Μάρκου που έλαβαν τέλος εξαιτίας της ανακάλυψης ενός πτώματος, οι αναγνώστες θα περάσουν το φετινό καλοκαίρι τους στον Τομέα Εγκληματολογίας Αθηνών, με τον αστυνόμο να προσπαθεί να διαλευκάνει μια διπλή ανθρωποκτονία. Είναι ένα αστυνομικό πιο νουάρ, με μεγάλο μέρος της αφήγησης να διαδραματίζεται στη Νομική Σχολή και τους πέριξ χώρους, με χαρακτήρες αληθοφανείς που κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος αν απειλείται κάτι πολύτιμο γι’ αυτόν. Καλούμαστε, επίσης, να απαντήσουμε στο αν υπάρχει τελικά το τέλειο έγκλημα κι αν ένας εγκληματολόγος μπορεί να είναι ο τέλειος εγκληματίας.
Το Στον 5ο όροφο της Νομικής ήταν το πρώτο μου αστυνομικό που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2018 και κέρδισε μεταξύ άλλων το βραβείο της Ακαδημίας του Var, μιας περιφερειακής Ακαδημίας, θυγατρικής της Γαλλικής. Ήταν για μένα μια πολύ σημαντική διάκριση, καθώς πρόκειται για βραβείο λογοτεχνίας και όχι αστυνομικής λογοτεχνίας. Θεώρησα, λοιπόν, πως οι όποιες αμφισβητήσεις για την ποιότητα του αστυνομικού που ανέφερα πιο πάνω έλαβαν μια ξεκάθαρη απάντηση και μάλιστα με… ακαδημαϊκή σφραγίδα!
Σπουδάσατε Νομική, ωστόσο τότε, όπως έχετε δηλώσει, δεν υπήρχε ο 5ος όροφος… Τι σας έκανε να τον «δημιουργήσετε»;
Η ελευθερία του συγγραφέα, η ποιητική άδεια! Όπως στο Μυθιστόρημα με κλειδίδημιούργησα ένα νησί εμπνευσμένο από τους αγαπημένους μου καλοκαιρινούς προορισμούς, έτσι και στο φετινό μου βιβλίο έχτισα έναν 5ο όροφο, συνδέοντας και φιλτράροντας μέσω της φαντασίας μου αναμνήσεις από τα φοιτητικά μου χρόνια στη Νομική Αθηνών –που δεν είχε 5ο όροφο– και στο μεταπτυχιακό μου στο Πάντειο, όπου ο Τομέας Εγκληματολογίας βρίσκεται στον 5ο όροφο.
Όλα αυτά για να δημιουργήσω έναν χώρο τον οποίο στοιχειώνει το ερώτημα γιατίκάποιος μετέτρεψε το «ιερό» της θεωρητικής μελέτης του εγκληματικού φαινόμενου σε σκηνικό πραγματικού εγκλήματος.
Καλώς να ορίσετε, λοιπόν, στον φανταστικό, σκοτεινό και εγκληματικό αυτόν όροφο!
Υπάρχουν, άραγε, σε αυτή την ιστορία αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Σε όλες τις ιστορίες μου υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και χαρακτήρες και καταστάσεις εμπνευσμένα από την πραγματικότητα. Όλα όμως φιλτράρονται πάντα από τη φαντασία. Κανένας ήρωας των βιβλίων μου δεν είναι ο τάδε ή ο δείνα γνωστός ή φίλος μου. Όλοι είναι αμαλγάματα πληθώρας ερεθισμάτων, αληθινών και μυθοπλαστικών, ώστε να εξυπηρετούν την πλοκή και να γοητεύουν τον αναγνώστη.
Ο αστυνόμος Μάρκου πώς γεννήθηκε;
Ως alter ego μου. Γι’ αυτό και του έδωσα αρχικά κάποια χαρακτηριστικά μου (το μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία, την αγάπη του για τα αστυνομικά και τη Μαρία Κάλλας, μεταξύ άλλων). Ήδη όμως από την πρώτη του περιπέτεια διεκδίκησε πρώτα την αυτονομία κι έπειτα την ανεξαρτησία του. Και τώρα το πρόσταγμα το έχει πλέον αυτός. Αυτός με καθοδηγεί. Κι εγώ είμαι ο χρονικογράφος του, συνθέτοντας κομμάτια της βιογραφίας του.
Ζείτε μόνιμα στο Παρίσι, όπου και αρχικά διαπρέψατε συγγραφικά… Πόσο εύκολο ήταν να ξεχωρίσετε σε ένα τόσο «δύσκολο» αναγνωστικό κοινό;
Καμία αρχή για κάτι που διεκδικεί διάρκεια δεν είναι εύκολη. Η Γαλλία έχει μια τεράστια παραγωγή βιβλίων, το δύσκολο, λοιπόν, ήταν αρχικά να ξεχωρίσω ανάμεσα σε χιλιάδες αστυνομικά βιβλία, να δώσει ο Γάλλος αναγνώστης μια ευκαιρία σε κάποιον που δεν γνωρίζει, σε κάποιον ξένο. Έπειτα, το δεύτερο βήμα ήταν ο απαιτητικός Γάλλος αναγνώστης να αγαπήσει αυτό που διαβάζει για να συνεχίσει να με ακολουθεί.
Είμαι πολύ χαρούμενος κι ευγνώμων που αυτό έγινε στην περίπτωσή μου. Το φετινό μου Qui a tué Lucy Davis? (η γαλλική εκδοχή του Μυθιστορήματος με κλειδί) είναι το 5ο μου βιβλίο στη Γαλλία απ’ το 2017 που ξεκίνησα. Οπότε μάλλον τα πάω καλά! (γέλια)
Γιατί, αλήθεια, πιστεύετε πως αγαπήθηκαν τόσο πολύ τα βιβλία σας στη Γαλλία;
Καταρχάς οι Γάλλοι αγαπούν το αστυνομικό (και το έγκλημα, γενικά, καθώς και την τέχνη, που συνδυάζω στα criminartistic δοκίμιά μου). Επίσης αγαπούν πολύ την Ελλάδα, κι ό,τι έχει να κάνει με αυτή. Το ότι είμαι Έλληνας (εγκληματολόγος) συγγραφέας, που αγαπά τη Γαλλία και ζει στο Παρίσι, γράφει αστυνομικά που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, εμπνευσμένα απ’ το στιλ της Κρίστι και του Σιμενόν, όλα αυτά βοήθησαν για να μου δώσουν την πρώτη ευκαιρία που λέγαμε και πλέον να με τιμούν με την εμπιστοσύνη τους.
Είστε ο εμπνευστής του όρου «criminart». Μιλήστε μας λίγο για την ετυμολογία του όρου αλλά και για το πώς εμπνευστήκατε το πάντρεμα του εγκλήματος με την τέχνη…
Το Criminart, ο συνδυασμός εγκλήματος και τέχνης στη θεωρία και σε πρακτικές εφαρμογές μέσω installations, προέκυψε από τον συνδυασμό των δύο ενδιαφερόντων μου, του επαγγελματικού για τον φόνο και του προσωπικού για την τέχνη και τα μουσεία. Παράλληλα θέλησα να συζεύξω δύο διαμετρικά αντίθετες ανθρώπινες συνθήκες: καταστροφή vs. δημιουργία, σκότος vs. φως, για να βρω την ισορροπία. Ξεκίνησα, λοιπόν, να γράφω δοκίμια για το πώς παρουσιάζονται μυθολογικά, βιβλικά και ιστορικά εγκλήματα στην τέχνη και τι μας φανερώνουν για τον δημιουργό, την εποχή τους αλλά και το σήμερα.
Το πρώτο βιβλίο, που ανέλυε σκηνικά εγκλημάτων στο Λούβρο (Scènes de crime au Louvre, The Louvre Murder Club, 2017), έγινε best seller, έλαβε διθυραμβικές κριτικές στον Τύπο και κέρδισε το γαλλικό εθνικό βραβείο λογοτεχνικού δοκιμίου, εμπνέοντάς με στη συνέχεια να εφαρμόσω την ίδια τεχνική με το Ορσέ (Scènes de crime a Orsay, The Orsay Murder Club, 2018).
Και έκτοτε γυρνάω τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις για «Το έγκλημα στην τέχνη και ως μία εκ των καλών τεχνών».
Τελευταία βλέπουμε συχνά μεταφορές βιβλίων στη μικρή οθόνη. Είναι αυτό κάτι που σας ενδιαφέρει;
Τόσο η μικρή όσο και η μεγάλη οθόνη με ενδιαφέρουν (ποιος συγγραφέας θα έλεγε το αντίθετο;). Όλα όμως έρχονται στον χρόνο τους και υπό τις κατάλληλες συνθήκες για να δώσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στον θεατή, όπως το έκαναν και με τον αναγνώστη. Εδώ είμαστε…
Υπάρχει το τέλειο έγκλημα;
Δεν θα σας κάνω spoiler… Θα σας αφήσω να το ανακαλύψετε στον 5ο όροφο της Νομικής.