Είναι ένας άνθρωπος πολυπράγμων και πολύ ταλαντούχος σε ότι και αν καταπιάνεται. Αγαπούσε από μικρό παιδί τη λογοτεχνία, ποτέ του όμως δεν φαντάστηκε πως κάποια μέρα θα γίνει και ο ίδιος συγγραφέας. Αφορμή για να πιάσει χαρτί και μολύβι όπως δηλώνει ο ίδιος, ήταν η γυναίκα του. Για χάρη λοιπόν, του έρωτα, άρχισε να γράφει προκειμένου να την εντυπωσιάσει. Και έπειτα… απλά δεν σταμάτησε ποτέ!
Έχοντας γράψει ήδη 14 βιβλία από τον Μάη 2013, κάποια από τα οποία και παιδικά, ο Σπύρος Πετρουλάκης, έχει πλέον αποκτήσει το δικό του αναγνωστικό κοινό. Τα βιβλία του γίνονται ανάρπαστα και κοσμούν αναρίθμητες βιβλιοθήκες σε ολόκληρη τη χώρα. Πλέον μέσα από την τηλεοπτική μεταφορά του best seller βιβλίου του «Σασμός», στον ALPHA έχει ήδη κερδίσει και ένα αρκετά μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού κοινού…
Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Πώς προέκυψε η ανάγκη σας για τη συγγραφή;
Η ανάγκη μου για συγγραφή προέκυψε από την παιδική μου ηλικία, όχι τόσο για κάποιο μυθιστόρημα ή παραμύθι, στην αρχή έγραφα στιχάκια. Στην Κρήτη ξέρεις πως μιλάμε με μαντινάδες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στο νηπιαγωγείο όποιος μου μιλούσε του απαντούσα με ομοιοκαταληξία.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε, σε ποια ηλικία, με ποια αφορμή και κυρίως με ποιο σκοπό;
Πριν από μερικά χρόνια και θέλοντας να εξηγήσω στα παιδιά μου σχετικά με τη διαφορετικότητα κάποια πράγματα, μιας και έχουμε ένα ξαδερφάκι αυτιστικό, προσπάθησα να γράψω ένα παραμύθι με έναν διαφορετικό δράκο που, αντί να πετάει φωτιές, έβγαζε από το στόμα μπουρμπουλήθρες. Κάπως έτσι τα έπεισα να δουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά… Αν σκεφτείς πως αυτό με τον Δράκο Μπουρμπουλήθρα συνέβη το 2009, μπορείς να καταλάβεις πως απλά προέκυψε η συγγραφή, μιας και δεν ήταν όνειρό μου εξαρχής. Ούτε μου πέρναγε από το μυαλό πως θα γίνω συγγραφέας, αφού μεγάλωσα ως δυσλεκτικός με διάσπαση προσοχής. Γενικά δεν ήμουν ο τυπικά καλός μαθητής, αλλά διάβαζα πολύ εξωσχολικά βιβλία. Λουντέμη, Μαρκ Τουέιν, Έκτορα Μαλό… Μου άρεσε η λογοτεχνία. Τότε δεν υπήρχε τόση πληροφορία ούτως ή άλλως όπως σήμερα, ούτε καν ιδιωτική τηλεόραση και αυτή ήταν η διέξοδός μας όταν έβρεχε, ας πούμε, εκτός από το ραδιόφωνο, μιας και κατά τα άλλα ήμασταν όλη μέρα στον δρόμο και παίζαμε.
Μεγαλώσατε στην Κρήτη, σωστά;
Μετά τα είκοσι πήγα στο Ρέθυμνο και έπειτα στα Χανιά. Κατάγομαι από τον Αποκόρωνα Χανίων και συγκεκριμένα από ένα μικρό χωριουδάκι, την Κάινα. Έχει ένα καλό ο Κρητικός. Έτσι και γίνει φίλος σου, είναι για πάντα φίλος, ακόμα και αν έχετε να βρεθείτε ή να μιλήσετε καιρό. Σε έχει πάντα μέσα στην καρδιά του. Σε αγαπάει. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πήγα λοιπόν και έμεινα καμιά τριανταριά χρόνια.
Και πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στην Αθήνα;
Εδώ με έφερε ξανά ο έρωτας! Αυτός μου έδωσε και το έναυσμα να γράψω. Για να εντυπωσιάσω την καλή μου, η οποία διάβαζε πάρα πολύ, άρχισα να γράφω. Όταν διάβασε τον Δράκο Μπουρμπουλήθρα ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που με παρότρυνε να γράψω και για μεγάλους. Ήμασταν λίγο καιρό μαζί όταν της αφηγήθηκα την ιστορία για το Παράθυρο της Νεφέλης, της άρεσε πολύ και έτσι έκατσα και το έγραψα. Κάθε φορά που της έστελνα ένα απόσπασμα έβλεπα όλα τα συναισθήματα που της έβγαζε η γραφή μου. Την έβλεπα να κλαίει, να γελάει, να ελπίζει, να χαίρεται. Το λέω λοιπόν ξεκάθαρα πως, αν έλειπε η γυναίκα μου, η Μέμη, από τη ζωή μου, δεν θα είχα γράψει ξεκάθαρα ούτε μία αράδα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμή μου. Αυτή είναι που διαβάζει πρώτη ό,τι δακτυλογραφώ και που με κατευθύνει με το συναίσθημά της κάθε φορά που με διαβάζει. Θα δω αν χαίρεται, αν δακρύσει, αν αγωνιά να διαβάσει τι θα γίνει παρακάτω. Τρώω «πολύ ψυχολογικό ξύλο» κάθε φορά. Χα, χα!
Είστε ένας άνθρωπος πολυπράγμων, μιας και ασχολείστε με τη μουσική, τη φωτογραφία, τον αθλητισμό – και η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Πώς καταφέρνετε και βρίσκετε χρόνο για τη συγγραφή;
Ο αθλητισμός και δη ο πρωταθλητισμός, μιας και ήμουν μέλος της εθνικής ομάδας Tae Kwon Do, μου έδωσε το χάρισμα της πειθαρχίας, οπότε όταν πω πως «πρέπει να γράψω» τότε θα κάτσω και θα γράψω, αυτή άλλωστε είναι η δουλειά μου. Αφού είμαι επαγγελματίας σε αυτό που κάνω. Παράλληλα σέβομαι πάρα πολύ τον άνθρωπο που θα δώσει χρήματα για να με διαβάσει, οπότε και θέλω να το κάνω με όλο μου το «είναι».
Μιας που αναφερθήκατε στα οικονομικά, πόσο εύκολο είναι να βιοπορίζεσαι από τη συγγραφή στην Ελλάδα;
Κάνω μια δουλειά σαν εκείνη του κυνηγού και του ψαρά που όπως λέει η παροιμία «το πιάτο τους εννιά φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο». Ήξερα από πριν πως δεν θα είναι αγγελικά πλασμένοι οι δρόμοι μου, ούτε θα πέφτουν τριαντάφυλλα γύρω μου. Είναι μια δύσκολη δουλειά. Και ας είμαι από τους τυχερούς που από το πρώτο μου βιβλίο φάνηκε πως θα μπορούσα να ζήσω, να βιοποριστώ από αυτό το επάγγελμα, το οποίο όμως δεν είναι αιώνιο. Μπορεί σήμερα να γίνει ένα κλικ και να μην μπορώ να γράψω, να μην έχω θέμα, να χάνω τα λόγια στο κείμενο και να μην μπορώ να περιγράψω αυτό που θέλω να πω, γιατί πάντα υπάρχουν και αυτές οι δυσκολίες. Υπάρχει μια αστάθεια σε όλο αυτό και, όπως είπα στην αρχή, ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα καταλήξω να γράφω βιβλία και πως θα τα αγαπούσε τόσο πολύ ο κόσμος.
Όταν πιάσατε στα χέρια σας το πρώτο σας βιβλίο τυπωμένο, πώς νιώσατε;
Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο μου νιώθω το μεγαλειώδες του πράγματος και ας έχουν πλέον εκδοθεί 14, εκ των οποίων 8 μυθιστορήματα και τα υπόλοιπα παιδικά. Είναι μια γέννηση, ένα θαύμα το οποίο συντελείται. Το έχω επεξεργαστεί αρκετές φορές, το έχω διορθώσει άλλες τόσες, έχω ασχοληθεί με τα εξώφυλλα και τα σχετικά, γιατί με διακατέχει μια τελειομανία, και όταν το πιάνω στα χέρια μου, νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μια γέννηση, μια γιορτή.
Οι ρυθμοί με τους οποίους γράφετε είναι «ιλιγγιώδεις». Τι είναι αυτό που σας κρατάει σε εγρήγορση λογοτεχνικά;
Κανένας εκδοτικός οίκος δεν ζορίζει τους συγγραφείς να γράψουν. Όλοι θέλουν να βγει κάτι σωστό, καλό και όχι βιαστικό. Προφανώς όσα γράφω τα έχω μέσα μου, γι’ αυτό και έχω γράψει τόσο πολλά βιβλία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Ούτε εγώ ζορίζω τον εαυτό μου. Δεν έχω σταματήσει να γράφω από τον Μάη του ’13, κάθε μέρα έστω και λίγο. Δεν ξέρω πού θα φτάσει όλο αυτό και αν ξαφνικά σταματήσει. Μπορεί να έρθει η στιγμή που θα πω «ως εδώ» και να κοπεί μαχαίρι, μπορεί και να συνεχίσω να γράφω ως τα βαθιά μου γεράματα!
Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του Σασµού;
Η Μέμη με είχε «φάει» να γράψω για μια βεντέτα. Επειδή όμως ήμουν μάρτυρας σε ένα σκληρό γεγονός και ζώντας στην Κρήτη είχα δει από κοντά δύσκολες καταστάσεις με βεντέτες και φονικά, μου ήταν δύσκολο και περίεργο να γράψω γι’ αυτό. Ωστόσο η λέξη «σασμός» στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό μου. Και έτσι αποφάσισα πως δεν θα γράψω για μια βεντέτα, αλλά θα γράψω για έναν σασμό. Για το πώς τελειώνει αυτό το πράγμα δηλαδή, πώς κλείνει αυτή η ιστορία. Το τέλος που δίνω στο βιβλίο λοιπόν είναι ένα τόσο βαθιά ανθρωπιστικό τέλος, δίνει σπουδαιότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη και μέσα από αυτό ήθελα να δείξω τον δικό μου τρόπο σκέψης για τα πράγματα. Θυμόμουν μια ιστορία που μου είχε πει ο πατέρας μου όταν ένας βοσκός έφευγε από το σπίτι του τα ξημερώματα για να πάει στα πρόβατα και είδε την κόρη του να γυαλίζουν τα μαλλάκια της στο φως του λυχναριού, μιας και είχαν ακόμη λάδι από τη βάπτιση της λίγες μέρες πριν. Επειδή αυτή η εικόνα έκλεψε την καρδιά του, άρχισε να λέει μια μαντινάδα «ως λάμπουν τ’ άστρα τ’ ουρανού λάμπουν και τα μαλλιά σου…». Δεν του έβγαινε η μαντινάδα, όμως, και το θεώρησε κακό οιωνό. Έπειτα έπρεπε να φύγει και με το που βγαίνει στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, καθώς παίζει με τη μαντινάδα στον νου του, τον σκοτώνει ο δολοφόνος. Αυτό λοιπόν με έκανε να σκεφτώ πως η ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν θα ησυχάσει ποτέ, μα θα τριγυρνά στα στενά και στα σοκάκια του χωριού και θα προσπαθεί να φτιάξει τη μαντινάδα για το παιδί του. Αυτή ήταν η έμπνευσή μου… Αποφάσισα αυτό τον άνθρωπο να τον κάνω ήρωα στο βιβλίο μου και να του δώσω μια ανάσα ζωής, ώστε να τελειώσει τη μαντινάδα του. Εμπνεύστηκα δηλαδή από μια μαντινάδα που είχε μείνει μετέωρη.
Περιμένατε ποτέ πως η μεγάλη του επιτυχία θα εκτοξευόταν μέσα από μία τηλεοπτική μεταφορά;
Δεν βλέπω τηλεόραση πολύ, οπότε ήταν πρωτόγνωρα όλα για μένα. Άρχισε να φυτρώνει αυτό το δεντράκι μέσα μου όταν πρώτα από όλα μου μίλησε ο σκηνοθέτης και μου περιέγραψε πώς το είχε στο μυαλό του, το όραμά του και τι ήθελε να κάνουμε με το πλάνο του. Εκεί που άρχισε να ανθίζει αυτό το δεντράκι και να βγάζει καρπούς ήταν όταν ξεκίνησα να βλέπω ποιοι ηθοποιοί θα ενσάρκωναν τους ρόλους. Πρώτα η Πρωτόπαππα, μετά ο Λάλος, ο Ήμελλος, η Τζομπανάκη με τον Ορφέα. Αυτομάτως από μόνο του έδειχνε ότι εδώ κάτι σπουδαίο συμβαίνει…
Φοβηθήκατε καθόλου ότι μπορεί να «χάσει» λίγη από τη μαγεία του, όταν μεταφερθεί στους δέκτες μας;
Αν έχεις αγαπήσει ένα βιβλίο, ποτέ μα ποτέ δεν χάνει τη λάμψη του. Είναι άλλο η συγγραφική τέχνη και άλλο η σεναριακή. Δεν μπορείς να τα συγκρίνεις. Το ξέρουμε όλοι αυτό, όπως ξέρουμε πως στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ποτέ ένα βιβλίο που μεταφέρθηκε στην οθόνη δεν ήταν αυτούσιο, δεν ήταν το ίδιο…
Αλήθεια, έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στη σειρά σε σχέση µε το βιβλίο σας;
Η σειρά βασίζεται πιο πολύ στον έρωτα σε σχέση με το βιβλίο μου, παρόλο που η σχέση αυτή είναι πιο ισχυρή στο βιβλίο μου από ό,τι στη σειρά. Χρειάζονταν λοιπόν αλλαγές οι οποίες μάλιστα όταν κάτσαμε σε ένα τραπέζι μαζί με τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο, με βρήκαν σύμφωνο μιας και αυτές χρειάζεται η τηλεόραση, πράγμα που εγώ δεν ήξερα. Έπρεπε να εμπιστευτώ ανθρώπους που είχαν γράψει πολλά χιλιόμετρα στον τηλεοπτικό στίβο και εντέλει δικαιωθήκαμε.
Τελικά μπορεί να επέλθει ο πολυπόθητος σασμός; Ή κάποιες πληγές δεν κλείνουν ποτέ;
Ακόμα και αν κάποιες πληγές μείνουν ανοιχτές, ο σασμός μπορεί να επέλθει. Αυτή είναι η βάση του. Να έρθει δηλαδή ο σασμός για να καταφέρει να ρίξει βάλσαμο στις πληγές. Όταν γίνεται ένας σασμός, σπάνια θα σπάσει, σπάνια θα χαλάσει. Είναι η αντρική τιμή, μετά από πολλή κουβέντα βέβαια με τις γυναίκες της μητριαρχικής Κρήτης.
Σε αρκετά από τα βιβλία σας κάνετε αναφορές ή τοποθετείτε τις ιστορίες και τους ήρωες στην ελληνική επαρχία: στην ορεινή Κορινθία (Αμαλία), την Καστοριά (Το τελευταίο δαχτυλίδι), στην Κρήτη (Σασμός), τη Θεσπρωτία (Η Παναγιά της Φωτιάς) κ.λπ. Οι επιλογές αυτές είναι τυχαίες ή σημαίνουν κάτι για εσάς;
Μου αρέσει να τοποθετώ τις ιστορίες μου σε μέρη που έχω επισκεφθεί και είναι άπειρα αυτά, καθώς λόγω της ενασχόλησής μου με τον αθλητισμό έχω ταξιδέψει πολύ. Επειδή λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ταξιδέψει πολύ και δεν είχαν την τύχη να δουν τις ομορφιές της χώρα μας, θέλω, ας πούμε, να μάθουν και αυτοί για το απολίθωμα στη σπηλιά της μεγάλης αρκούδας στην Καστοριά. Θέλω αυτά που έχω γνωρίσει εγώ να τα μοιραστώ με αυτούς που ενδεχομένως δεν είχαν την δυνατότητα να τα δουν από κοντά, γι’ αυτό και επιλέγω την επαρχία κάθε φορά. Σε κάθε βιβλίο μου θα δεις και μια διαφορετική πόλη.
Αυτή η περίοδος σας βρίσκει ενεργό συγγραφικά; Και αν ναι, πότε να περιμένουμε ένα νέο βιβλίο και τι αυτό θα πραγματεύεται;
Το επόμενο βιβλίο μου θα κυκλοφορήσει τον Απρίλη με τον τίτλο Κατά Ιωάννη. Είναι μια ιστορία που ξεκινά να εξελίσσεται στα Χανιά την περίοδο της ανταλλαγής πληθυσμών γύρω στο 1920-1923. Μετά κάνει ένα μικρό πέρασμα από τη Σμύρνη, λίγο πριν από την καταστροφή της, και επιστρέφει στα Χανιά στη σημερινή εποχή. Η ιστορία μιλά για έναν συντηρητή έργων τέχνης που καλείται σε ένα μοναστήρι να επιμεληθεί κάποιες εικόνες και ανακαλύπτει πως κάτω από ένα εικόνισμα είναι ζωγραφισμένη μια άλλη πολύ διαφορετική εικόνα που κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο μοναστήρι…