Ο Κ. Π. Καβάφης πέθανε σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου 1933, την ημέρα των γενεθλίων του, σε ηλικία 70 ετών από καρκίνο του λάρυγγα. Ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης εποχής, ο Καβάφης γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια, γι’ αυτό και αναφέρεται συχνά ως “ο Αλεξανδρινός”. Δημοσίευσε πολλά ποιήματα που έμειναν ζωντανά στον χρόνο, ενώ τα σημαντικότερα έργα του τα δημιούργησε μετά τα 40 έτη.
O εσωτερικός κόσμος του ποιητή, η προσωπική “Ιθάκη” του καθενός, τα αναμμένα αλλά και σβησμένα “κεριά” της ζωής του ίδιου είναι στοιχεία που θα συνοδεύουν πάντα την ταυτότητα του Καβάφη όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο Αλεξανδρινός ποιητής επέλεγε σχεδόν πάντα στην καθημερινή του ζωή τον χαμηλό φωτισμό.
“Πότε άνοιγε, πότε έκλεινε, πότε μισόκλεινε τα παραθυρόφυλλα, τραβούσε ή μισοτραβούσε τους μπερντέδες, άναβε ή μισοκατέβαζε το φως της λάμπας του πετρελαίου, πρόσθετε ή ξανάσβηνε ένα ή και περισσότερα κεριά. Το φως που ζητούσε κάθε φορά δεν αντιπροσώπευε έναν ορισμένο κανόνα φωτισμού. Η διάθεση της ημέρας, η διεύθυνση που ήθελε να δώσει στην κουβέντα ή ίσως και τα παρόντα πρόσωπα θα του υπαγόρευαν σαν ανάγκη τον τόνο του φωτισμού της ημέρας ή της βραδιάς του”.
Με λιγοστό φως ζούσε από τα 45 του χρόνια και έπειτα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο Κ. Π. Καβάφης στην περίφημη οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια. Από τότε που στην ουσία, έμεινε για πρώτη φορά μόνος στο σπίτι, από τότε που η ποίηση άρχισε να γίνεται η αποκλειστική του συντροφιά στο διαμέρισμα του σε μια κακόφημη συνοικία, ανάμεσα “σε καμιά εικοσαριά μπορντέλα και στο νοσοκομείο της ελληνικής κοινότητας”. Η εικόνα του μέσα σε ένα διαμέρισμα σκοτεινό, με κεριά και λάμπες πετρελαίου ζωντανεύει σχεδόν μέσα από κάθε του ποίημα, σε κάθε σελίδα και μορφή.
“Πολλάκις, οι άνθρωποι έχουν να πουν πολλά αλλά δεν δύνανται”
Ο ποιητής από διάφορες πηγές προκύπτει ότι, “είχε αφαιρέσει όχι μόνο το ηλεκτρικό αλλά και το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο. Το σπίτι του στόλιζαν μόνο πολύτιμα αλλά παμπάλαια πράγματα, απομεινάρια της οικογενειακής του περιουσίας. Ένα σπίτι γεμάτο από αναμνηστικά, για τα οποία δεν δεχόταν ούτε να αλλάξουν θέση ούτε να αντικατασταθούν”.
Από τη ζωή του ποιητή, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί σε εκείνο το διάστημα της ζωής του, όπου ο Καβάφης σταματά να κάνει εκκεντρικές εμφανίσεις σε δεξιώσεις, σταματά το χρηματιστήριο και τα τυχερά παιχνίδια και από “κοινωνικός και γήινος” στη νεαρή του ηλικία, γίνεται εσωστρεφής και κλείνεται σε αναμνήσεις από τα χρόνια που πέρασαν.
“Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να’ ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις… Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν”
Κάθε στίχος, κάθε λέξη, κάθε κρυμμένο νόημα πίσω από κάθε ποίημα του Καβάφη μοιάζει να απευθύνεται στον σύγχρονο άνθρωπο με έναν σχεδόν μυστηριακό τρόπο.
“Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις”
Στις αναμνήσεις του ποιητή, πέρα από την παρουσία της μητέρας του, Χαρίκλειας, πρωταγωνιστούσαν τα πάθη και οι έρωτες με νεαρούς άνδρες. Μετά από κάθε συνάντηση μαζί τους, ο ποιητής επέστρεφε, “τυλιγμένος με κασκόλ και κρυμμένος μέσα σε παλτό για να μην τον αναγνωρίζουν”. Ωστόσο, για τον ίδιο, το να ενδίδουν οι άνθρωποι σε έναν πειρασμό είναι προτιμότερο από τη μεταμέλεια.
“Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμμένα- χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν”.
Ο ποιητής που βίωνε έντονα τους “έρωτες του νου και του σώματός του” έφυγε από τη ζωή την ημέρα των γενεθλίων του.
Η τραχειοτομία τού είχε ήδη στερήσει τη φωνή, φωνή “ενός εξαιρετικού ομιλητή”, όπως έχουν να λένε όσοι τον γνώρισαν. Η μορφή του θα ζωντανεύει πάντα μέσα από τα ποιήματα που ξυπνούν “Ιθάκες” στο μυαλό μας και μας κάνουν να αντέχουμε το ταξίδι για τον προορισμό.
Φωτογραφία: Panos Kefalas