Ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες που έχουν γεννηθεί σε αυτή τη χώρα. Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε πρωτοπόρος, ιδιοφυής και δουλευταράς, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που αποτελεί θησαυρό για την ελληνική μουσική.
Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925 και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκης Αρβανιτίδου. Από μικρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα πιάνου, με τη γνωστή αρμενικής καταγωγής καθηγήτρια Αλτουνιάν. Παράλληλα άρχισε να μαθαίνει βιολί και ακορντεόν. Σε ηλικία 7 ετών, όταν οι γονείς του χώρισαν, εγκαταστάθηκε μόνιμα πια, με τη μητέρα του και την αδερφή του, στην Αθήνα.
Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Η οικογένειά του χρειαζόταν χρήματα και ο Μάνος, από έφηβος κιόλας, ξεκίνησε να δουλεύει. Έκανε διάφορες δουλειές. Φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του ΦΙΞ στην Αθήνα, βοηθός νοσοκόμου στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και βοηθός φωτογράφου στο κατάστημα Μεγαλοοικονόμου.
Φυσικά, δεν κάνει μόνο αυτό. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να εξελίξει στις γνώσεις του στην μουσική. Ξεκινά ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής, με μια από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής εθνικής σχολής, τον Μενέλαο Παλλάντιο. Έμαθε πολλά εκεί. Όπως έμαθε και πολλά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία φοιτούσε παράλληλα με δουλειά και μουσικές σπουδές. Τη Φιλοσοφική, δεν την τελείωσε ποτέ.
Είναι η εποχή που θα γνωρίσει τους μεγαλύτερους πρέσβεις της διανόησης της γενιάς του μεσοπολέμου. Ελύτης, Σεφέρης, Σικελιανός, Τσαρούχης, και Γκάτσος. Ειδικά με τον τελευταίο θα τους συνδέσει μια παντοτινή φιλία που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα.
Ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης (Αρχείο της συντρόφου του Νίκου Γκάτσου, Αγαθής Δημητρούκα)
Το 1944 γνωρίστηκε με τον με τον μεγάλο θεατράνθρωπο Κάρολο Κουν. Θα συνεργαστούν για πρώην φορά στον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης, με την συνεργασία να κρατάει συνολικά 15 χρόνια, με μουσικές παραστάσεις συμπεριλαμβανομένων των «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949).
Δούλευε πάνω σε αυτό που αγαπούσε. Είχε αρχίσει να αποκτά εμπειρία ως μουσικός. Όμως το ανήσυχο και ελεύθερο πνεύμα του δεν χρειαζόταν εμπειρία. Υπήρχε. Σε μια διάλεξή του λοιπόν το 1949 με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη ακόμα να δεχτεί τα ανοιχτά μυαλά.
Την επόμενη χρονιά ξεκινά την ενορχήστρωση σε αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ως το 1954, το αρχαίο θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ίσως να τον κάλυπταν. Η μουσική του ιδιοφυΐα δεν μπορούσε με τίποτα να μείνει εκεί.
Ξεκινά τη μουσική για τον κινηματογράφο. Δουλεύει πολύ και καταφέρνει να τα προλαβαίνει όλα. Και μάλιστα προσθέτοντάς τη μοναδική του ποιότητα. Έγραψε τη μουσική για την «Κάλπικη Λίρα», τη «Στέλλα», το «Δράκο» και η φήμη του ξέφυγε από τα σύνορα. Ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Ελία Καζάν, τον επέλεξε για να γράψει τη μουσική της ταινίας «America-America». Οι δουλειές του χτυπούσαν την πόρτα η μια μετά την άλλη.
Το 1960 θα κερδίσει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά» για την ταινία του Ζιλ Ντασέν, «Ποτέ την Κυριακή». Αν και στο απόγειο της καριέρας του, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είναι ευχαριστημένος με τη φήμη του. Η μουσική για το σινεμά και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών του χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1966 πήγε στις ΗΠΑ. Μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, θα ανεβάσουν στο Broadway τη θεατρική παράσταση «Illya Darling», που αποτελούσε τη διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή». Θα μείνει εκεί για έξι χρόνια και θα επηρεαστεί πολύ από την pop μουσική. Τρανότερη απόδειξη αποτελεί ο κύκλος τραγουδιών «Reflections».
Το 1972, επί δικτατορίας, θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα ιδρύσει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο». Μετά την πτώση της χούντας, θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή στον κρατικό ραδιοσταθμό «Τρίτο Πρόγραμμα», τον οποίο, μέχρι το 1981, μαζί με άλλους ταλαντούχους δημιουργούς, θα τον μετατρέψει σε σημείο αναφοράς για την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
Το 1989, ιδρύει τη διάσημη «Ορχήστρα των Χρωμάτων» για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σε όλη του τη μουσική πορεία δεν σταμάτησε σχεδόν ποτέ να είναι παρών στη δισκογραφία. Οι δίσκοι του πλέον θεωρούνται κλασσικοί και μοναδικοί. Τα τραγούδια του και οι συνθέσεις του, είναι πολύ δημοφιλή μέχρι και σήμερα, με τον ίδιο να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Δεν σταμάτησε άλλωστε να δουλεύει και να προσπαθεί να βελτιώνεται μέχρι και τον θάνατό του, στις 15 Ιουνίου του 1994, σε ηλικία 69 ετών, από πνευμονικό οίδημα.
Όπως έγραψε και ο ίδιος για την ζωή του την διετία 1980-81:
Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου, μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Εpωτικός.