Ο «Λεπτός, Λευκός Δούκας» άρχισε να πειραματίζεται με την εικόνα και την ταυτότητά του πολύ πριν γίνει διάσημος, γράφει ο βιογράφος του, Dylan Jones, στο «David Bowie: A Life». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αλλαγή του ονόματός, από David Johes σε David Bowie στις 14/1/1966. Αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του για να μην τον μπερδεύουν με τον Davy Jones του συγκροτήματος The Monkees.
Ο χαρακτηρισμός «χαμαιλέων της ροκ» θα τον συνοδεύει για πάντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ελάχιστοι καλλιτέχνες αφουγκράστηκαν τόσο καλά τον καιρό τους και έκαναν τομές στην τέχνη τους αποκωδικοποιώντας με μεγάλη ακρίβεια και καθαρότητα την ποπ κουλτούρα.
Εξαιρετικός ερμηνευτής, μοναδικός περφόρμερ, ικανότατος ηθοποιός, βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος, αφιέρωνε πολύ χρόνο στο διάβασμα, ενώ παράλληλα οι κεραίες του ήταν πάντα ευαίσθητες και ανοιχτές σε κάθε τι καινούριο. Ήταν ένας υμνητής της διαφορετικότητας. Ενας αναγεννησιακός άνδρας. Ένας καλλιτέχνης, που, αν κάποιος του αποδώσει έναν μόνο χαρακτηρισμό ή έναν μόνο τίτλο, σίγουρα θα τον αδικήσει.
Ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια τού Bowie, μάλιστα, από την εποχή που ήταν έφηβος, ήταν να αλλάζει την εικόνα του συνεχώς – σχεδόν κάθε 18 μήνες(!).
Ο David Bowie επιζητούσε διαρκώς την ιδανική περσόνα του, πάντα ψαχνόταν για το πώς θα φαίνεται πρώτα ο ίδιος στον εαυτό του και έπειτα το πώς θα τον έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι. Ένας από τους πρώτους πειραματισμούς του ήταν μέσω του μακιγιάζ, το οποίο απελευθέρωσε και τόνισε με eye liner την αμφισεξουαλική προσωπικότητα που κουβαλούσε ο Bowie. Στην ουσία, ο ίδιος λειτούργησε ως δάσκαλος της μεταμφίεσης, ως στυλίστας και ως μετρ υψηλής και ιδιαίτερης ραπτικής για τον εαυτό του – αποκλειστικά.
Στην πραγματικότητα, ειδικά σε ό,τι αφορά το ξεχωριστό κάθε φορά (ανά χρονιά;) look του, μπορούμε να πούμε ότι το ακολούθησε σαν ροκ τάμα σε ολόκληρη την καριέρα του: μεταμφίεζε τον εαυτό του κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό.