O Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές που είχε η Ελλάδα ποτέ και ήταν ο δεύτερος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979, ενώ αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο των τεχνών. Απεβίωσε σαν σήμερα, στις 18 Μαρτίου 1996.
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Στην περίοδο των μαθητικών του χρόνων εκδηλώνονται τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη και του Κώστα Καρυωτάκη, ενώ σχεδόν κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.
Επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό, και ονόματα όπως τον Λόρκα, Ελιάρ και Καμύ, γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει σε περιοδικά. Αργότερα, θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, o οποίος θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και η τέχνη του Θεόφιλου.
Το 1959 κυκλοφορεί την ποιητική σύνθεση Άξιον Εστί, που αποτελεί έναν επίγειο «ύμνο», μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία κατάφερε να γίνει η «ψυχή» της Ελλάδας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του βραβείου Νόμπελ.
Πώς δημιουργήθηκε το Άξιον Εστί;
Ένα καλοκαιρινό πρωινό της αθώας εποχής του ΄60, στο πατάρι του Λουμίδη, που αποτελούσε στέκι των διανοουμένων και των καλλιτεχνών τότε, έγινε η ιστορική συνάντηση του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη, όπου το θέμα της συζήτησης ήταν η ποίηση και η μουσική.
Στη βιογραφία για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ», του Γεώργιου Π. Μαλούχου, ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται πώς γεννήθηκε το εμβληματικό αυτό έργο.
Ο ποιητής εκφράζει τον θαυμασμό του για τον τρόπο που ο συνθέτης προσεγγίζει την ποίηση πάνω στις δουλειές του «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου και «Επιφάνεια» του Γιώργου Σεφέρη. Στην πρώτη τους αυτή συνάντηση, ο Ελύτης είπε πως πιστεύει ότι το «Άξιον Εστί» θα έβρισκε στα χέρια του Θεοδωράκη «τη μουσική του ολοκλήρωση».
«Όλη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ το Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος. Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: “Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας”»
Ο Μίκης Θεοδωράκης λέει για την πρώτη του αυτή επαφή με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Δεν είπα τίποτα. Την επομένη θα έφευγα για το Παρίσι. Του έδωσα τη διεύθυνσή μου και τον παρακάλεσα να μου στείλει εκεί το βιβλίο του», αναφέρει.
«Πράγματι λίγες μέρες μετά την άφιξή μου στη γαλλική πρωτεύουσα, ο ταχυδρόμος μου παρέδωσε το βιβλίο. Διάβασα μονορούφι τους στίχους, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, με μια αίσθηση που συνεχώς μεγάλωνε, όσο προχωρούσα στην ανάγνωση. ‘Ετσι ήταν φυσικό να συνθέσω εκείνη τη στιγμή το σπουδαιότερο μουσικό μοτίβο».
Τρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης για να κοσμήσει μουσικά το μεγάλο αυτό έργο, στο οποίο απέδωσε τις βασικές του ιδέες και επιδιώξεις, δηλαδή να ενσωματώσει την εκκλησιαστική, τη λαϊκή και τη δημοτική παράδοση στη μουσική.
Έτσι το 1963 γεννιέται το «Άξιον Εστί», το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», «Το Δοξαστικό»
Το πρώτο μέρος έχει ως θεματικό κέντρο τη δημιουργία του κόσμου, το δεύτερο αναφέρεται στα πάθη του ποιητή και του ελληνισμού κατά τον πόλεμο και την Κατοχή και στο τρίτο κυριαρχεί η Ελλάδα. Η αφήγηση γίνεται σε α΄ πρόσωπο: άλλοτε είναι ο ποιητής και άλλοτε ο Έλληνας που αφηγείται.
Τα ονόματα των συντελεστών προκαλούν δέος με τον Θεόδωρο Δημήτριεφ ως ψάλτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδά, ενώ έμενε μόνο ο αναγνώστης.
«Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη: Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ΄την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;», είπε.
«Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου».
Η πρώτη παρουσίαση του έργου και η αρχή του ταξιδιού
Ο Ελύτης άκουσε για πρώτη φορά το έργο του ολοκληρωμένο στο στούντιο «Άλφα» στα Μελίσσια, κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, από την οποία δεν έλειψε ούτε στιγμή και συμμετείχε ψυχικά όσο και ο συνθέτης.
Οι πρώτες αντιδράσεις μόνο θερμές δεν ήταν. Ξεπερνώντας όμως το ένα εμπόδιο μετά το άλλο, που είχαν κυρίως να κάνουν με τη δυσπιστία των περισσότερων απέναντι στο εγχείρημα, κατάφεραν να το ολοκληρώσουν και να το παρουσιάσουν. Το κοινό άκουσε για πρώτη φορά το «Άξιον Εστί» στις 19 Οκτωβρίου του 1964 στο θέατρο «Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη».
«Έγινε στο REX, σ΄ένα κατάμεστο θέατρο. Η αγωνία και η συγκίνηση, μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης και ο Δημήτριεφ, σφιγμένοι. Ο Κατράκης υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε τον στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετήσαμε όλοι κάμποσες φορές στη σκηνή».
Από εκείνη την βραδιά, το «Άξιον εστί» ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες αλλαγές κι αν επέλθουν στην ελληνική κοινωνία. Η καλλιτεχνική συνάντηση του Ελύτη και του Θεοδωράκη κατάφερε να καταστήσει την ποίηση «κτήμα του λαού», ενώ έμελλε να διαμορφώσει και να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων.
«Το «Άξιον Εστί» αποτελεί ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους».
Το έχει ορίσει καλύτερα η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Οκτωβρίου 1964:
«Το “Άξιον εστί” έχει μιάν απολύτρωση. Είναι ο Ύμνος της Ελλαδός μέσα από τα τρία πρόσφατα πάθη μας: Το αλβανικό έπος. Την αντίσταση. Τον εμφύλιο σπαραγμό. Και καταλήγει στην λύτρωση. Στο «Χαίρε».