Η στέγη της θυμίζει κατάρτι αλλά η ονομασία του παραπέμπει στην Ιαπωνία. «Παγόδα του Πειραιά» είναι το όνομα του Σταθμού Επιβατών Αγίου Νικολάου, ιδιοκτησία του ΟΛΠ και αποτελεί μέχρι τώρα ένα θλιβερό αναξιοποίητο κουφάρι το οποίο είναι σχεδόν 50 ετών. Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεώτερων Μνημείων το έσωσε κυριολεκτικά από την μπουλντόζα και ανακοινώθηκαν τα σχέδια για το μέλλον του, δηλαδή η μετατροπή του σε πολυτελές ξενοδοχείο πέντε αστέρων.
Το σημαντικό δείγμα του ελληνικού μοντερνισμού σχεδιάστηκε ως το κατεξοχήν κτίριο γοήτρου του πρώτου λιμανιού της Eλλάδας. Ήταν το πιο πρωτότυπο δημόσιο αρχιτεκτόνημα της εποχής του, διαμορφωμένο στο πνεύμα του μπρουταλισμού, με τεχνολογικές καινοτομίες και συμβολικές αξιώσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε αντισυμβατικά αρχιτεκτονήματα του Eero Saarinen και του Le Corbusier.
Το εξαιρετικά επίμηκες κτίριο του ΟΛΠ, έχει μνημειώδεις διαστάσεις. Το μήκος του είναι 185 μέτρα και το πλάτος του 51 μέτρα. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του είναι η μορφολογικά και τεχνολογικά πρωτοποριακή για την Ελλάδα του ’60 προεντεταμένη καμπύλη πλάκα στέγασης, η οποία φέρεται από εφελκυόμενα καλώδια αγκυρωμένα σε σειρά κεντρικών στύλων. Οι στύλοι λειτουργούν συμβολικά με συνειρμούς ιστιοφόρων ή και των μεγάλων γερανών του λιμανιού. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι το ανεπίχριστο μπετόν, τα μεταλλικά κουφώματα και οι επιχρισμένοι τοίχοι από οπτοπλινθοδομή. Το αισθητικό αποτέλεσμα εντυπωσιάζει τους ειδικούς με το δυναμισμό και την αντισυμβατικότητά του. Το κτίριο είναι το μόνο κατασκευασμένο τμήμα της προμελέτης των δύο αρχιτεκτόνων για ένα συγκρότημα σταθμών, γραφείων τελωνείου, λιμεναρχείου και διαμόρφωσης του λιμανιού, η οποία είχε κερδίσει το Α’ βραβείο πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού.
Η κατασκευή του αποφασίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σε μια κομβική ιστορικά περίοδο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειπαν τη ρημαγμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο χώρα αναζητώντας νέα τύχη στις ΗΠΑ και την Αυστραλία αλλά και έκανε τα πρώτα δυναμικά βήματά του ο τουρισμός με την άφιξη κρουαζιερόπλοιων που έκαναν τον γύρο της Μεσογείου.
Νικητές στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 1962 για τον επιβατικό σταθμό στην προβλήτα του Αγίου Νικολάου αναδείχθηκαν ο Ιωάννης Λιάπης και ο Ηλίας Σκρουμπέλος, με μια συνολική λύση η οποία περιλάμβανε επίσης τον εκσυγχρονισμό του κεντρικού λιμανιού, τον χώρο του σημερινού λιμεναρχείου και ένα νέο κτίριο για το τελωνείο, προτάσεις που κατά την ελληνική πρακτική έμειναν στα χαρτιά.
Ο Ιωάννης Λιάπης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1922, σπούδασε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από την οποία αποφοίτησε το 1945 και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή του Δημήτρη Πικιώνη. Από το 1956 μέχρι το 1963 συνεργάστηκε με τον Αρχιτέκτονα Ηλία Σκρουμπέλο. Το 1962 υποστήριξε τη διατριβή του Η αίσθησις και η αισθητική του χρώματος και εξελέγη καθηγητής έπειτα από δύο χρόνια στην έδρα της Διακοσμητικής Αρχιτεκτονικής, της σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η οποία το 1963 μετονομάστηκε σε έδρα Αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων. Είχε σαφώς επηρεαστεί από το μοντέρνο κίνημα και τη γερμανική σχολή του Μπάουχαους. Το σημαντικό αρχιτεκτονικό του έργο, σύνθεση των παραπάνω επιδράσεων, εντάσσεται στη μεταπολεμική εξελικτική ωρίμαση του Ελληνικού μοντερνισμού.
Στον επιβατικό σταθμό του ΟΛΠ ακολούθησε «αντισυμβατικά ιδιώματα» και αξιοποίησε τις τότε νέες τεχνολογικές εξελίξεις του κατασκευαστικού τομέα, με την κρεμαστή τσιμεντένια στέγη του σταθμού από ιστούς με τη βοήθεια καλωδίων, η οποία παρέπεμπε στην εικόνα ιστιοφόρου, ταιριαστή με την έννοια του λιμανιού. Στο ισόγειο είχαν διαμορφωθεί οι χώροι διακίνησης εμπορευμάτων και οι υπηρεσίες εκτελωνισμού, ενώ ο επάνω όροφος ανήκε στους επιβάτες και προς την πλευρά της πόλης παρείχε τη δυνατότητα απευθείας πρόσβασης στο μεγάλο πάρκινγκ που τότε ήταν υπαίθριο. Στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο διαμορφώθηκε το «Good bye», ο χώρος αποχαιρετισμού που ακολουθούσε τα πρότυπα του τότε νέου αεροσταθμού στο Ελληνικό. Ήταν το πρώτο κτίριο στην Ελλάδα που διέθετε κυλιόμενες σκάλες για τους επιβάτες και μηχανικούς ιμάντες για τη διακίνηση των εμπορευμάτων.
Τα εγκαίνιά του είχαν γίνει τον Σεπτέμβριο του 1967, όταν δεν είχε αλλάξει μόνο το καθεστώς της χώρας αλλά και η εικόνα των ακτοπλοϊκών μεταφορών. Το 1976, το εγκαταλειμμένο κτίριο φιλοξένησε τα «Ποσειδώνια», την πρώτη μεγάλη έκθεση που οργανώθηκε στη χώρα μας για τη ναυτιλία. Ταυτίστηκε με το σημαντικό αυτό θεσμό ως το 1984, αφού από την επόμενη χρονιά μετακόμισε σε άλλους χώρους μακριά από το λιμάνι και φέτος, που η συμμετοχή εκθετών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, φιλοξενήθηκε στο εκθεσιακό κέντρο τού «Ελ. Βενιζέλος». Το σήμα κατατεθέν του Πειραιά ετοιμάζεται σήμερα για καινούργια πλεύση, για καινούργια ζωή μέσα το λιμάνι.