Υπάρχουν βιβλία που διαβάζεις μονοκοπανιάς σχεδόν με κομμένη την ανάσα από την μοναδική πλοκή τους. Ιστορίες με τόσο ενδιαφέρον που νιώθεις σα να καταπίνεις τις σελίδες τους. Σε αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τους δημιουργούς τους. Τα ευρηματικά μυαλά που στήνουν αυτές τις ιστορίες, πηγαίνοντας τη λογοτεχνία ένα βήμα μπροστά. Η Ελευθερία Μεταξά ανήκει σε αυτή ακριβώς την κατηγορία συγγραφέων. Εκείνων δηλαδή που έχουν κερδίσει τον σεβασμό και την αγάπη μας για την καλλίγραφη πένα της!
Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Από μικρή μου άρεσε να γράφω. Επειδή ως παιδί ήμουν πολύ εσωστρεφής, η γραφή αποτελούσε για μένα καταφύγιο, ήταν ο τρόπος μου να εκφράσω όσα η συστολή του χαρακτήρα μου δεν μου επέτρεπε. Μεγαλώνοντας, βγήκα σιγά σιγά από το καβούκι μου, όμως δεν έπαψα να γράφω, στην αρχή μικρές ιστορίες και μετά όλο και μεγαλύτερες. Μέχρι που τελικά έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα και έπειτα από καιρό, αφού βρήκα το κουράγιο να αποδεχτώ και την προοπτική της απόρριψης, το έστειλα σε έναν εκδοτικό οίκο. Έτσι, με το βιβλίο Όταν μιλούν τα φεγγάρια ξεκίνησε για μένα το υπέροχο αυτό ταξίδι στον κόσμο της συγγραφής.
Ως παιδί διαβάζατε λογοτεχνία; Και αν ναι, ποιους συγγραφείς;
Ως παιδί διάβαζα πολύ. Μου άρεσε ιδιαίτερα η Ζωρζ Σαρρή –το αγαπημένο μου βιβλίο ήταν το Όταν η ήλιος– η Πηνελόπη Δέλτα (αχ, αυτό το Παραμύθι χωρίς όνομα) και ο Μενέλαος Λουντέμης. Θυμάμαι ακόμα πόσο έκλαψα με την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου και με το Χωρίς οικογένεια του Εκτόρ Μαλό. Μεγαλώνοντας γνώρισα τη γραφή του Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο λατρεύω και θεωρώ ανυπέρβλητο. Παράλληλα, όταν ήμουν δέκα ετών, ανακάλυψα τυχαία και την Αγκάθα Κρίστι και από τότε «κόλλησα» με την αστυνομική λογοτεχνία. Όταν είδα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τη φωτογραφία της Αγκάθα Κρίστι, σκέφτηκα πως αυτή η γλυκύτατη γιαγιά θα έχει γράψει μια πολύ όμορφη ιστορία, σαν εκείνες που μου έλεγε η δική μου γιαγιά. Όταν τελείωσα το Δέκα μικροί νέγροι δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτή η γλυκύτατη γιαγιά έχει τόσο δαιμόνιο μυαλό! Τη ζήλεψα και αποφάσισα ότι κι εγώ θέλω όταν μεγαλώσω να γράφω ιστορίες μυστηρίου. Μάλλον κάπως έτσι μου μπήκε το μικρόβιο της αστυνομικής λογοτεχνίας…
Φτάνοντας στο σήμερα, τι βιβλία σας αρέσει να διαβάζετε;
Το αγαπημένο μου είδος είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ιδιαίτερα τα ψυχολογικά θρίλερ. Αγαπώ, όμως, πολύ και τα ιστορικά βιβλία και τις βιογραφίες. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείω από τα διαβάσματά μου άλλα είδη, καθώς διαβάζω ό,τι πέσει στα χέρια μου.
Τι είναι αυτό που σας δίνει έμπνευση για να γράφετε;
Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Η έμπνευση μπορεί να προκύψει από οτιδήποτε, από μια τυχαία συζήτηση, μια εικόνα, μια σκέψη, ακόμα κι ένα τραγούδι. Είναι μια ιδέα που έρχεται ξαφνικά, σχεδόν από το πουθενά, και αποτελεί την αφορμή για τη γέννηση άλλης μιας ιστορίας.
Πότε ξέρετε ότι η σύλληψη μιας ιδέας αξίζει και άρα πρέπει να αποτυπωθεί στο χαρτί;
Όταν έρχεται στο μυαλό μου κάποια ιδέα, ξεκινάω να γράφω χωρίς να ξέρω αν αυτό που σκέφτηκα αξίζει να αποτυπωθεί στο χαρτί. Μόλις προχωρήσει λίγο η ιστορία, τη συζητάω πάντα με την αδερφή μου, την αγαπημένη μου Υπατία. Εμπιστεύομαι πολύ τη γνώμη της, αφού είναι πολύ αντικειμενική και αυστηρή. Πάντως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν έχει τύχει να εγκαταλείψω κάποια ιδέα και να μην την κάνω μυθιστόρημα.
Όταν ξεκινάτε να γράφετε ένα μυθιστόρημα, γνωρίζετε από την αρχή το τέλος ή αφήνεστε να σας οδηγήσει η ιστορία;
Πάντα ξέρω το τέλος της ιστορίας πριν ξεκινήσω καν να τη γράφω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν σκέφτομαι μια ιστορία, στο μυαλό μου έρχεται μαζί με την αρχή και το τέλος της. Κάποιες φορές αυτό δημιουργεί προβλήματα, καθώς δεν είναι πάντα εύκολο να οδηγηθεί η πλοκή στο συγκεκριμένο τέλος, αλλά όσο και αν με δυσκολέψει δεν το αλλάζω. Μόνο στο βιβλίο Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης δεν ήξερα ακριβώς τι θα συμβεί και άφησα την ίδια την ιστορία και τους ήρωές της να με οδηγήσουν. Ήταν μια πολύ διαφορετική και εξίσου συναρπαστική εμπειρία.
Ποια θεωρείτε δυνατά σας σημεία και ποιες είναι οι τυχόν αδυναμίες που έχετε να αντιμετωπίσετε κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός νέου έργου;
Νομίζω ότι το δυνατό μου σημείο είναι οι ανατροπές και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στοιχεία στα οποία δίνω μεγάλη σημασία και τα δουλεύω πολύ. Όσο για τις αδυναμίες; Κάποιες φορές με παιδεύει η σύνδεση των στοιχείων που θα εξελίξουν την πλοκή. Επειδή θέλω όλα να δικαιολογούνται μέσω της λογικής και να μη μένει κανένα κενό στην ιστορία, ενίοτε «κολλάω» και βασανίζω το μυαλό μου μέχρι να βρω τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία θα οδηγηθεί στο τέλος που έχω επιλέξει. Ακόμα, όμως, κι αν χρειαστεί να περάσουν μέρες μέχρι να βρω αυτό που χρειάζομαι, τελικά το βρίσκω και συνεχίζω. Βέβαια, οι αναγνώστες μπορεί να έχουν ανακαλύψει άλλες αδυναμίες στη γραφή μου, τις οποίες θα ήθελα πολύ να μάθω.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ένας συγγραφέας προκειμένου να ξεχωρίσει;
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση. Νομίζω, όμως, ότι ένας συγγραφέας πρέπει να αγαπά πολύ αυτό που κάνει, να του δίνεται με πάθος και να σέβεται τον εαυτό του και τον αναγνώστη.
Είναι εντέλει η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος, μέσω του οποίου γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας;
Πιστεύω πως η συγγραφή είναι όντως μια μοναχική διαδρομή, μέσα από την οποία μπορείς να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου που ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχουν. Όταν χαράζω την πορεία ενός ήρωα μέσα σε μια ιστορία, σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσα εγώ αν βρισκόμουν στη θέση του, τι θα σκεφτόμουν, αν θα μπορούσα να δικαιολογήσω τις πράξεις του. Νομίζω τελικά ότι η συγγραφή με έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο, με περισσότερη κατανόηση για τους άλλους, λιγότερο απόλυτη στις απόψεις μου.
Ζούμε στα χρόνια του διαδικτύου. Ωστόσο, τα βιβλία δεν δείχνουν να χάνουν έδαφος… Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που αγαπά τόσο ο κόσμος στη λογοτεχνία;
Η λογοτεχνία μάς βοηθά να ταξιδεύουμε, να γνωρίζουμε μέρη και ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε πριν, που ίσως ακόμα και να αγνοούσαμε την ύπαρξή τους. Είναι μια απόδραση από την καθημερινότητα και τα προβλήματα που ο καθένας μας αντιμετωπίζει, ένα «άνοιγμα» της ψυχής και του μυαλού. Δεν είναι, όμως, σημαντικό μόνο το διάβασμα αυτό καθαυτό, αλλά ακόμα και η μυρωδιά που αναδίδει το βιβλίο, το άγγιγμα, ο ήχος που κάνουν οι σελίδες όταν τις γυρίζεις. Αλήθεια, δεν είναι εντελώς διαφορετικό συναίσθημα να κρατάς το βιβλίο και να γυρνάς τις σελίδες του, να κλείνεις τα μάτια σου και να αναπαριστάς τις εικόνες που περιγράφονται, από το να κοιτάζεις απλώς μια οθόνη;
Το τελευταίο σας βιβλίο Ο θησαυρός της Σμύρνης έχει αγαπηθεί πολύ από τον κόσμο. Πώς γεννήθηκε η ανάγκη σας για τη συγγραφή του;
Η ιδέα για το συγκεκριμένο βιβλίο προέκυψε από μια τυχαία συζήτηση με τον εκδότη μου, τον Γιάννη Κωνστανταρόπουλο. Ο Γιάννης μού αφηγήθηκε την ιστορία ενός συγγενικού του προσώπου, που έφυγε από τη Σμύρνη την ημέρα της καταστροφής. Είχε μεταφέρει αρκετά πράγματα στην ιταλική πρεσβεία, όπου είχε κάποιους φίλους, έχοντας κανονίσει να τα πάρει μαζί του στην Ελλάδα. Η φωτιά όμως που ξέσπασε στην πόλη και απείλησε και την πρεσβεία ανέτρεψε παντελώς τα σχέδιά του και τελικά έφτασε στην Ελλάδα μόνο με τα ρούχα που φορούσε. Όση ώρα ο Γιάννης μού διηγούνταν αυτήν την ιστορία, στο μυαλό μου σχηματίστηκε η φιγούρα ενός άντρα που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Σμύρνη με την οικογένειά του, παίρνοντας μαζί του και το σεντούκι με τον «θησαυρό» του. Ταυτόχρονα με τον χαρακτήρα αυτού του άντρα, του Αρίστου, γεννήθηκε και άλλος ένας ήρωας, ο Τζουλιάνο, ο Ιταλός φίλος του που αναλαμβάνει να τον βοηθήσει. Τα δικά τους σχέδια, ωστόσο, δεν θα ανατραπούν μόνο από τη φωτιά, αλλά και από τη δράση ενός τρίτου προσώπου, του Γαβρίλη, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την αναστάτωση, αποφασίζει να κλέψει τον «θησαυρό» που έχει ο Αρίστος στην κατοχή του. Με την πράξη του αυτή, όμως, πυροδοτεί εξελίξεις που θα επηρεάσουν όχι μόνο τον ίδιο, τον Αρίστο και τον Τζουλιάνο, αλλά και τους απογόνους τους, οδηγώντας τους στο έγκλημα.
Γιατί επιλέχθηκε στο βιβλίο η Σμύρνη ως πεδίο δράσης;
Από τη στιγμή που η ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε από την αφήγηση του Γιάννη Κωνστανταρόπουλου, η Σμύρνη ως πεδίο δράσης της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο παρελθόν αποτέλεσε για μένα μονόδρομο. Έπρεπε, όμως, να βρω ένα πρόσωπο που θα συνέδεε το παρελθόν με το παρόν, όπου και διαδραματίζεται το καθαρά «αστυνομικό» κομμάτι της ιστορίας. Αυτό δεν ήταν πολύ εύκολο, λόγω της απόστασης των εκατό χρόνων που υπάρχει μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, όμως ο Χριστόδουλος Ραγιόγλου, ο αιωνόβιος γέροντας που δολοφονείται και που είχε έρθει από τη Σμύρνη βρέφος μερικών μόλις μηνών, μου έδωσε τη λύση.
Το βιβλίο σας βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Τι δυσκολίες συναντήσατε στο να χειριστείτε με σεβασμό τις αληθινές αυτές ιστορίες;
Της συγγραφής του βιβλίου προηγήθηκε μια πολύμηνη έρευνα πάνω στην ιστορία της Σμύρνης και των γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή. Εκτός από ιστορικά βιβλία και άρθρα εφημερίδων της εποχής, διάβασα και πολλές προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τις τραγικές εκείνες στιγμές και κατάφεραν να γλιτώσουν από τη σφαγή και να φτάσουν στην Ελλάδα. Μια πρώτη δυσκολία ήταν η διασταύρωση όλων των ιστορικών γεγονότων που αναφέρονται στο βιβλίο, γιατί αρκετά από αυτά μου φαίνονταν απίστευτα, δυστυχώς όμως ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Δύσκολο ήταν, επίσης, να αποτυπώσω στο χαρτί όσα βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι. Οι μαρτυρίες που διάβασα ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστικές, δεν νομίζω ότι μπορούν να αποδοθούν από την πένα κανενός συγγραφέα, όσο ικανός και αν είναι. Προσπάθησα να τις εντάξω στο βιβλίο μου με τον μέγιστο σεβασμό, γιατί σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να χρησιμοποιηθούν για να συγκινήσουν τον αναγνώστη, αλλά για να δείξουν τις αγριότητες και τη βαρβαρότητα του πολέμου, τον απανθρωπισμό του ίδιου του ανθρώπου. Άλλωστε, πιστεύω πως οι λαοί δεν έχουν μεταξύ τους να χωρίσουν τίποτα. Όλοι μας, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα και θρησκεία, είμαστε απλώς άνθρωποι και έχουμε τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους φόβους. Αν δεν υπήρχαν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, θα ζούσαμε αρμονικά – όπως έχει συμβεί πολλές φορές μέσα στους αιώνες. Με εκφράζει απόλυτα μια φράση που λέει μέσα στο βιβλίο ένας Τούρκος γέροντας, ο Τζαν, στον Γαβρίλη: «Και το δικό μου αίμα και το δικό σου, ίδιο είναι. Κόκκινο…».
Το μυστήριο και η δράση αποτελούν τον πυρήνα των ιστοριών σας. Γιατί πιστεύετε ότι ο κόσμος αγαπά τόσο αυτού του είδους τη λογοτεχνία;
Νομίζω ότι το μυστήριο και η αγωνία εξάπτουν τη φαντασία του αναγνώστη, διεγείρουν τα συναισθήματά του, τον κάνουν να «μπαίνει» στην ιστορία, να ακολουθεί κι ο ίδιος τα στοιχεία και να προσπαθεί να ανακαλύψει τον ένοχο. Θεωρώ ότι ο Χίτσκοκ δίνει την ιδανική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, λέγοντας ότι «Το μυστήριο είναι μια διανοητική διαδικασία. Αλλά το σασπένς είναι κατά βάση μια συναισθηματική διαδικασία» και «Νομίζω ότι στον καθένα αρέσει ένα καλό έγκλημα, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι το θύμα» (στον κινηματογράφο, εννοείται!).
Για ακόμα μια φορά, το δίδυμο Βαρσάμη – Γληνού πρωταγωνιστεί στο βιβλίο σας κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος. Θα συνεχίσουν άραγε οι δυο τους να μας συντροφεύουν και στα επόμενα βιβλία σας;
Ο Μάνος Βαρσάμης και η Έλσα Γληνού είναι δύο ήρωες που γεννήθηκαν σε διαφορετικά βιβλία (στο Μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά η Έλσα και στο Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης ο Μάνος). Και τους δύο τους αγάπησα πάρα πολύ και δεν ήθελα να τους αποχωριστώ. Έτσι, αποφάσισα να τους «παντρέψω» και να τους κάνω το πρωταγωνιστικό δίδυμο στα μυθιστορήματά μου. Ήταν μεγάλη η χαρά μου που την ίδια αγάπη τούς έδειξαν και οι αναγνώστες κι έτσι θα συνεχίσουν για καιρό την κοινή τους πορεία μέσα από τις σελίδες των βιβλίων μου.