Ο Βασίλης Δημητρίου, ο μικρόσωμος ζωγράφος με τον μπερέ, ο άνθρωπος που επί 65 και πλέον χρόνια ζωγράφιζε αφίσες ταινιών σε δεκάδες κινηματογραφικές αίθουσες, πέθανε σε ηλικία 85 ετών.
Σε κάποια από τις συνεντεύξεις του είχε δηλώσει χαρακτηριστικά «Όσο μπορώ να ζωγραφίζω, θα το κάνω. Όταν σταματήσω ν’ αναπνέω. Τότε θα σταματήσω να ζωγραφίζω.»! Έτσι και έγινε, καθώς «χτυπημένος» από τη νόσο του Πάρκινσον που τον ταλαιπωρούσε, δεν άφησε τα πινέλα από τα χέρια του!
Μπροστά από τον καμβά του πέρασαν αμέτρητοι πρωταγωνιστές του παγκόσμιου σινεμά, το πινέλο του έδινε ζωή στον Κλιντ Ίστγουντ, τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι μέχρι τον «Πειρατή της Καραϊβικής» Τζόνι Ντεπ αλλά και τον αγαπημένο κινηματογραφικό ήρωα Χάρι Πότερ.
«Εκείνους που αγαπώ, τους ζωγραφίζω καλά.
Αυτούς που δεν αγαπώ, δεν τους ζωγραφίζω καλά.
Έχω ζωγραφίσει τον Κλιντ Ίστγουντ 50 φορές.
Αν κλείσω τώρα τα μάτια μου,
μπορώ να ζωγραφίσω τον Κλιντ Ίστγουντ.»
Αν κάτι τον χαρακτήριζε, ήταν η επιμονή του!
Ο φτωχός πιτσιρικάς σκαρφάλωνε κάθε βράδυ στα δέντρα της Κυψέλης για να παρακολουθεί τις ταινίες που έπαιζε το θερινό σινεμά αναγκάζοντας τον ιδιοκτήτη του, αντί εισιτηρίου, να τού αναθέσει να ζωγραφίζει τις αφίσες. Κάπου στα 14 του χρόνια , έγινε η… επαγγελματική του γνωριμία με την κινηματογραφική αφίσα η οποία υπήρξε, διαχρονικά, η πιστή του σύντροφος.
Στο Δημοτικό…
Τιμωρήθηκε αυστηρά γι’ αυτήν την μεγάλη αγάπη! Σε συνέντευξη του είχε πει πως, σ’ ένα διάλειμμα ζωγράφισε την εικόνα από τον γνωστό μύθο με την αλεπού να κοιτάει το σταφύλι κι όταν ρώτησε η δασκάλα ποιος την έφτιαξε, κι εκείνος σήκωσε το χέρι του, έφαγε ένα μεγαλοπρεπέστατο χαστούκι καθώς ήταν βέβαιη πως της έλεγε ψέματα. Εκείνος όμως ξαναζωγράφισε, μπροστά της, το ίδιο εξαιρετικά, την εικόνα! Η δασκάλα αυτή ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε στο ταλέντο του και του αγόραζε μολύβια, μπογιές και ιχνογραφίες προτρέποντάς την να συνεχίζει να ζωγραφίζει!
Από την άλλη…
Οι γονείς του δεν ήταν το ίδιο θετικοί με αυτήν του την ενασχόληση. Ο βιοπαλαιστής πατέρας του, αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης, που δούλευε γκαρσόνι για να μπορεί, έστω και με το ζόρι να συντηρεί την οικογένεια, γινόταν θηρίο ανήμερο κάθε φορά που άκουγε τη λέξη ζωγραφική. Κι από πίσω η μητέρα του σιγόνταρε. Οι δυο τους θεωρούσαν ως καλύτερη λύση για το μέλλον του να δουλέψει στο χασάπικο ενός θείου του. Η επιμονή του, η υπομονή του και το ταλέντο του όμως, ήταν αυτά που τον εξέλιξαν σε έναν από τους καλύτερους και πιο περιζήτητους του είδους!
Δούλεψε στους περισσότερους κινηματογράφους της Αθήνας, από το Ρεξ, το Ιντεάλ, και το Πάνθεον μέχρι τον Αττικόν, τον Απόλλωνα και το Άνεσις. Το «Αθήναιον», αποτέλεσε το τελευταίο μόνιμο στέκι του, καθώς ήταν ο μοναδικός κινηματογράφος της πόλης που διατηρούσε ζωντανή την τέχνη της χειροποίητης αφίσας.