Μη μου λες για ρόμπα πικέ. Μη μου κουβεντιάζεις. Άκου πώς έχει.
Μπαίνω με φόρα σε συνοικιακό εσωρουχάδικο, ψάχνω καλσόν και μποξεράκια για τον μικρό-εκείνα με καρτούν, άλλα δε φοράει. Το μάτι μου γλιστρά σε έναν σκασμό πιτζάμες, νυχτικά και ρόμπες- μα κρεμασμένα, μα στοιβαγμένα σε σελοφάν. Η καρδιά μου χτυπά αφηνιασμένα.
Κάνω να πλησιάσω τα μπουρνουζέ υφάσματα με τα παρωχημένα σχέδια, σεταρισμένα στην εντέλεια το πάνω με το κάτω. Τα δάχτυλά μου γαργαλάνε τις μαλακές πλέξεις. Στο μυαλό μου χορεύουνε εικόνες: η γιαγιά, στο σπίτι της Αθήνας, με πικέ ρομπάκι σκούρο, καθαρίζει πορτοκάλια και πετά τις φλούδες στη σόμπα. Το σπίτι μυρίζει πορτοκαλόφλουδα κι ακινησία. Η τηλεόραση σταματημένη, σχεδόν για αιώνες, στην ερτ, παίζει ελληνική σειρά, μυθικών διαστάσεων.
Αγαπώ και τη γιαγιά και τη ρόμπα της. Πολύ. Μα κάτι μέσα μου κλοτσάει υστερικά. Οι χνουδωτές ασορτί παντόφλες της στέκουν ακίνητες κάτω από την καρέκλα. Λίγα βήματα κουνάνε μέσα τη μέρα. Από τη σάλα στην κουζίνα, μια στάση στον καμπινέ κι ύστερα στο κρεββάτι. Η ζωή της γιαγιάς ξοδεύεται εξ’ ολοκλήρου σε μια χούφτα τετραγωνικά.
Ο παππούς απ’ την άλλη, δε μαζεύεται, οργώνει τα πεζοδρόμια, κάνει βίζιτες καθημερινές σε μπακάλη, χασάπη, φούρναρη. Κάθε μέρα βαστά καραμέλες κανέλα- εκεί, μέσα στο χάρτινο σακουλάκι κλείνει όλη την αγάπη τους. Τον περιμένει πώς και τι να γυρίσει, η ματιά της αστράφτει ανελέητα. Ο μπαμπάς μου ΄πε κάποτε, στα ντουζένια της, χόρευε σα δαίμονας σε μια σάλα σπιτιού και με το τακουνάκι της κάρφωσε με λύσσα τα σανίδια.
Πάνε τώρα αυτά. Η τάξη των πραγμάτων τα πήρε και τα σήκωσε, τα ‘κανε ρημαδιό. Από τότε εκείνη κράτησε μονάχα ένα φάλτσο πουδράρισμα και δυο σταγόνες Μυρτώ πίσω απ’ τ’ αυτί. Κι έπειτα ήρθε η ρόμπα. Κι όλα, θαρρείς, πήραν το δρόμο τους. Δε δείχνει να ‘χει απωθημένα. Λες και τα έζησε όλα σε μια ζωή. Δεν ρώτησα ποτέ και δε θα μάθω. Αν βολεύτηκε μέσα στη ρόμπα και στη ζεστή της παντούφλα.
Έφυγε ένα μεσημεράκι απάνω στο κρεβάτι της. Σαν αερικό. Χαιρέτησε τον παππού για την καθιερωμένη σιέστα κι ίσως λογάριαζε στον απογευματινό καφέ τους. Πήγε χορτάτη από φαΐ κι εικάζω πια κι από αισθήματα.
Κάτι μέσα μου σπαρταρά. Τι να ευχηθώ; Να μη ζήσω στιγμή τη ρόμπα και τη ριγέ παντούφλα ή να παραδοθώ ανελέητα, όταν σημάνει η ώρα; Η καρδιά μου φλέγεται. Η πικέ ρόμπα ακονίζει τα δόντια της. Τι να προσδοκώ; Έναν επίλογο με θαλπωρή πικέ, ζωσμένον με αγάπη; Ή μια λυσσαλέα διαδρομή μ’ αστραφτερή καμπαρντίνα; Δεν κάνω σχέδια. Μοιάζει κουτό. Μονάχα εύχομαι να την ξαναπαντήσω -Θεέ μου, μακάρι -μέσα σε κάτασπρο φουρό, να βαστά αγέρωχα το σπασμένο γοβάκι της και να χαμογελά γενναία.
*Για περισσότερες σκέψεις και απόψεις της Βανέσσας Αδαμοπούλου επισκεφθείτε το προσωπικό της blog www.lemonroads.com