Ένας γιατρός μετακοµίζει σε ένα απομακρυσμένο χωριό για να κάνει το αγροτικό του. Εκεί, ερωτεύεται μια ευπαθή κοπέλα, η οποία ζει απομονωμένη από τους δεισιδαίμονες συγχωριανούς της, διότι πάσχει από μια σπάνια ασθένεια που καθιστά το δέρμα της σαν φλοιό δέντρου. Αποφασισμένος να τη θεραπεύσει, ο γιατρός θα συνειδητοποιήσει σύντομα ότι τα πράγµατα δεν είναι όπως φαίνονται, ιδιαίτερα όταν εκείνη του αποκαλύπτει έναν παράδοξο τρόπο για να τη σώσει. Στην «Άλυτη» πρωταγωνιστούν ο Προµηθέας Αλειφερόπουλος και η Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη κι εμφανίζονται οι Κώστας Λάσκος, Μάνος Βακούσης, και η Αλέκα Τουμαζάτου. Λίγο πριν την πρεμιέρα της στους ελληνικούς κινηματογράφους, σήμερα Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου, κάναμε sneak peak στη δημιουργία της. Ένα μαγικό παραμύθι στην κόψη: εκεί που ο αληθινός κόσμος συναντά το εσωτερικό μας σύμπαν. Ο σκηνοθέτης του φιλμ, Μίνως Νικολακάκης, και ο συνθέτης της μουσικής που το συνοδεύει, Σωτήρης Δεμπόνος, μιλούν στην Athens Voice και τον Γιώργο Φλωράκη.
Παλιά, τα χειμερινά σινεμά, όπου παίζονταν όλες οι καινούργιες ταινίες, έδιναν στο τέλος της κινηματογραφικής σεζόν, «Ραντεβού Τον Σεπτέμβρη». Νοσταλγούσες τη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού;
Η ελπίδα μιας νέας κινηματογραφικής σεζόν ερχόταν ως αντίβαρο της νέας σχολικής χρονιάς και αποτελούσε διέξοδο από τη σχολική καθημερινότητα. Ήταν τότε εποχές όπου μια ταινία μπορούσε να μείνει πάνω από ένα χρόνο αποκλειστικά στις αίθουσες και η θερινή σεζόν ήταν χρήσιμη για «επαναλήψεις». Θυμάμαι πως τότε, μια εποχή που οι αίθουσες κυριαρχούσαν, η ίδια ταινία έμοιαζε διαφορετική καθώς ο κόσμος μέσα στην αίθουσα ήταν κάθε φορά άλλος. Επίσης πριν το 1995, στην προ internet εποχή, από τα κρυπτικά teaser των θερινών μαθαίναμε για τις νέες ταινίες της σεζόν και φτιάχναμε θεωρίες τι μπορεί να ήταν η καθεμιά από αυτές. Η πληροφορία τότε ήταν πολύ περιορισμένη. Ένα μεγάλο δώρο των γονιών μου, κάποτε μέσα στα 90s, ήταν μια καλοκαιρινή επίσκεψη στο Λονδίνο όπου είδα πάνω από 10 ταινίες της νέας σεζόν και φυσικά ήταν μια σπουδαία εμπειρία (τόσο που δεν χρειάστηκε να επισκεφτώ κανένα μουσείο η αξιοθέατο).
Πώς σου φαίνεται τώρα που η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου κάνει πρεμιέρα νωρίς-νωρίς τον Σεπτέμβρη;
Η ταινία ήταν να κάνει πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2020 αλλά το γνωστό πρόβλημα με τον κορωνοϊό δεν μας το επέτρεψε. Από τότε ψάχναμε με τη Neo Films να βρούμε την κατάλληλη ημερομηνία και αποφύγαμε να χαθούμε μέσα σε ένα καλοκαίρι από επανεκδόσεις, που όσο να ’ναι έχουν και τη γοητεία τους. Αστειευόμενος πάντα, δεν ήθελα να τα βάλω ούτε με τον Πολάνσκι, ούτε με τον Αλέν Ντελόν, ούτε με τον Μελ Μπρουκς. Μόνο χαρά μού δίνει μια τέτοια διανομή στις αρχές της σεζόν, γιατί έρχεται να με καθησυχάσει όπως στα παιδικά μου χρόνια, όπου το σινεμά έκανε πιο υποφερτή τη δύσκολη προσαρμογή στις μαθητικές απαιτήσεις. Ελπίζω το ίδιο συναίσθημα να δημιουργήσει σε όσες και όσους τη δουν.
Ενώ η φωτιά είναι σε γενικές γραμμές ένα σύμβολο ανδρικής δύναμης, η φωτιά της εστίας συμβολίζει το θηλυκό στοιχείο, ενδεχομένως και τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μπορούμε να πούμε ότι είναι η θηλυκότητα στο κέντρο της προβληματικής της «Άλυτης»; Κι αν ναι, με ποιες μορφές της;
Η θηλυκότητα είναι το επίκεντρο της ιστορίας μας με τη μορφή της στοιχειακής γυναίκας. Είναι ένα ρομαντικό πλάσμα και το στοιχείο της φύσης και του παγανισμού τη διέπει, μακριά από κάθε δυτική επιρροή, και φαίνεται σε κάθε έκφανση του χαρακτήρα της, από το βάδισμα έως και την ομιλία. Είναι μία ερμηνεία της γυναικείας παρουσίας η οποία περιγράφεται συχνά στην ελληνική λαογραφία, από όπου δανειστήκαμε τις επιρροές μας, κατασκευάζοντας τον χαρακτήρα της Δανάης. Ταυτόχρονα έχει και τα δικά της μυστικά, και όλα μπορούν να συμβούν με ένα τρόπο που ο θεατής δεν τα περιμένει. Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος που ασχολείται με γυναίκες-αινίγματα.
Θα ήθελες να μου αναφέρεις μια δύσκολη στιγμή από τα γυρίσματα;
Κάθε μέρα ήταν δύσκολη, γιατί ήμασταν στο έλεος ενός δύσβατου δάσους αλλά και του καιρού ο οποίος άλλαζε γνώμη από τη μια στιγμή στην άλλη. Ξεκινούσαμε με ήλιο και προς το μεσημέρι είχαμε βροχές, για δέκα μέρες. Δεδομένου ότι στην ταινία είχαμε και προσθετικό μακιγιάζ και άλλες απαιτήσεις, έπρεπε να γκρουπάρουμε προσεκτικά τα γυρίσματα και να εναλλάσσουμε εσωτερικά και εξωτερικά. Έπρεπε να γίνουμε ευέλικτοι και πολύ πρακτικοί. Για παράδειγμα, μια σημαντική εξωτερική σκηνή όπου ο Προμηθέας με την Αναστασία-Ραφαέλα έχουν μια γλυκιά ανέμελη στιγμή κάτω από ένα δέντρο, γυρίστηκε σπαστά μέσα σε τρεις διαφορετικές μέρες.
Και μια αστεία;
Είχαμε μία ντίβα «κομπάρσο» η οποία όμως αρνιόταν να συνεργαστεί. Μία κατσίκα, η οποία ήταν η συντροφιά μιας κατοίκου του χωριού. Πεισμωμένη, δεν άκουγε ούτε καν τον βοσκό που την είχε κουβαλήσει. Υπάρχει κάποιο πλάνο της στα υλικό μας. Τελικά τη βγάλαμε από την ιστορία και ίσως για το καλύτερο, γιατί θα έδινε έναν κωμικό τόνο λίγο υπερβολικό.
Μπορείς να πεις ότι η ολοκλήρωση της ταινίας ήταν ένας περίπατος ή ένας δύσβατος δρόμος; Πόσο εύκολο είναι σήμερα ένας έλληνας σκηνοθέτης να γυρίσει μια ταινία; Τι προβλήματα συναντά και τι βοήθειες μπορεί να περιμένει;
Είναι σίγουρα ένας δύσβατος δρόμος, πολλές φορές χωρίς πυξίδα. Τα προβλήματα είναι ατελείωτα καθότι υπάρχει πολύ αναμονή και αστάθεια στις χρηματοδοτήσεις, η οποία συνοδεύει μια έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συνθήκη, την προσωπική επένδυση χρόνου και ψυχής σε ένα σενάριο. Δεν είναι μόνο θέμα Ελλάδας, και στο εξωτερικό οι πρώτες ταινίες γίνονται με τρομερές δυσκολίες και όλο και περισσότερο με τη μορφή συμπαραγωγών. Απ’ ό,τι φαίνεται ο ήδη «χτυπημένος» κινηματογραφικός χώρος έχει όλο και λιγότερο χώρο για ταινίες, αν και πάντα εμφανίζονται διαμάντια. Στις ελληνικές ταινίες το πιο βασικό που τις κάνει να ολοκληρώνονται είναι η αγάπη από τους συντελεστές.
Μπορείς να πεις ότι έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια συγκεκριμένες τάσεις στον ελληνικό κινηματογράφο; Αν ναι, υπάρχει κάποια κυρίαρχη και ποια είναι η δική σου τοποθέτηση σ’ αυτό το ιδιαίτερο σύμπαν;
Ο ελληνικός κινηματογράφος κατά καιρούς εμφανίζει διάφορες τάσεις, που τον βοηθούν να γίνεται περισσότερο γνωστός και οικείος στο εξωτερικό. Εγχώρια, έχει τη γνωστή σχέση αγάπης-μίσους με το κοινό. To λεγόμενο weird wave είναι η πιο προφανής τα τελευταία χρόνια, ένα είδος που μιλάει για περίεργες ιστορίες σε περίεργους κόσμους. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται και άλλα μικρότερα ρεύματα, και νομίζω ότι φέτος ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά όπου εμφανίστηκαν αρκετές εξαιρετικές ταινίες που φλέρταραν με το είδος, όπως ο «Δυσάρεστος» του Γ. Γεωργόπουλου, το «Κόσμικ Κάντυ» της Ρ. Δραγασάκη και η «Πολιορκία της οδού Λιπέρτη» του Σ. Παμπαλλή. Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω τάση, αλλά προσωπικά προτιμώ να ασχολούμαι με ρεαλιστικές ιστορίες σε ένα πραγματικό κόσμο, που κάτι μεταφυσικό σαν καταλύτης έρχεται για να ξεδιπλώσει τις ανθρώπινες πτυχές των χαρακτήρων. Μου θυμίζουν τη Ζώνη του Λυκόφωτος, της δεκαετίας του ’60 που αγαπώ.
Ποια είναι η εμπειρία σου από τα φεστιβάλ που συμμετείχε η «Άλυτη»;
Το Διεθνές φεστιβάλ του Τορόντο ήταν μια έντονη και ιδιαίτερη εμπειρία γιατί ήμασταν στο επίκεντρο των πρώτων «μεγάλων» κριτικών, αλλά και ενός έμπειρου σινεφίλ ακροατηρίου. Τα πράγματα πήγαν πολύ καλά, είχαμε τρεις sold out προβολές, ιδίως αν συνυπολογίσεις ότι παιζόμασταν ταυτόχρονα με την παγκόσμια πρεμιέρα του «Τζόκερ», και φυσικά μας αγκάλιασε με συγκινητικό τρόπο η ελληνική ομογένεια. Μετά παιχτήκαμε στο διεθνές φεστιβάλ της Βαρσοβίας, ένα εντελώς διαφορετικό ακροατήριο, και στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ωραία εμπειρία γιατί ο καθένας ερμηνεύει το στοιχείο της ελληνικής παράδοσης που διέπει την ταινία με τον δικό του τρόπο. Στην Βαρσοβία δε, παρομοίασαν την ταινία με τη δουλειά του Πολωνού σκηνοθέτη Βόιτσεκ Χας, πράγμα που ήταν μεγάλο κομπλιμέντο. Δυστυχώς ο κορωνοϊός ώθησε πολλά φεστιβάλ να γίνουν σε ψηφιακή online μορφή οπότε η φεστιβαλική πορεία της ταινίας θα συνεχιστεί με αυτόν τον τρόπο. Έχουμε ακόμα μέλλον.
Ως τώρα είχες ασχοληθεί με τις μικρού μήκους ταινίες. Τι σε είχε τραβήξει σ’ εκείνη τη φόρμα;
Είχα πάρει το βάπτισμα του πυρός γιατί ως μαθητής έκανα συνεχώς hi-8 ταινίες, όποτε μου φάνηκε οικείο το φορμά μικρών ιστοριών. Στις μικρού μήκους μπορείς να πειραματιστείς και να κάνεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι. Επίσης μαθαίνεις την οικονομία στην αφήγηση αλλά και στην κατασκευή. Περνάς από όλα τα στάδια πραγματοποίησης μιας ταινίας και είναι τρομερά έντονη εμπειρία. Οι ταινίες με τις οποίες ασχολήθηκα είχαν αρκετές κατασκευαστικές απαιτήσεις όποτε δεν έγιναν από τη μία μέρα στην άλλη. Το πιο βασικό, με τη προβολή στα φεστιβάλ βλέπεις πόσο περίτεχνο και απαιτητικό είναι να κρατήσεις το ενδιαφέρον του θεατή. Αλλά είναι ανεκτίμητη μια μικρή αφήγηση που έρχεται σαν αεράκι, κάνει τη δουλειά της και φεύγει, αφήνοντας ό,τι άφησε στον καθένα.
Ποιες προκλήσεις είχες να αντιμετωπίσεις περνώντας από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα;
Κυρίως την πρόκληση της υπομονής. Παρότι στις μικρού μήκους περνάς όλα τα στάδια, από τη συγγραφή, τη χρηματοδότηση, το casting, το location scouting, τα γυρίσματα κ.ο.κ. στις μεγάλου μήκους ο χρόνος που επενδύεις και περιμένεις είναι πολλαπλάσιος και πολλές φορές αποκαρδιωτικός. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί δημιουργοί περιμένοντας να προχωρήσει η μια μεγάλου μήκους έχουν όλον τον απαραίτητο χρόνο να ξεκινήσουν την επόμενη. Τα γυρίσματα πάντως έφυγαν αρκετά γρήγορα και ήταν πολύ πυκνά. Ένα νέο κομμάτι που προστέθηκε στη μεγάλου μήκους ήταν η προώθηση και οι πωλήσεις, κάτι που δε συμβαίνει συχνά στις μικρές καθότι έχουν κυρίως φεστιβαλική καριέρα. Ευτυχώς κλείσαμε από αρκετά νωρίς εταιρείες sales, τόσο από τη Γαλλία όσο και από τις ΗΠΑ.
Μπορείς να πεις ότι η ολοκλήρωση της ταινίας ήταν ένας περίπατος ή ένας δύσβατος δρόμος; Πόσο εύκολο είναι σήμερα ένας έλληνας σκηνοθέτης να γυρίσει μια ταινία; Τι προβλήματα συναντά και τι βοήθειες μπορεί να περιμένει;
Είναι σίγουρα ένας δύσβατος δρόμος, πολλές φορές χωρίς πυξίδα. Τα προβλήματα είναι ατελείωτα καθότι υπάρχει πολύ αναμονή και αστάθεια στις χρηματοδοτήσεις, η οποία συνοδεύει μια έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συνθήκη, την προσωπική επένδυση χρόνου και ψυχής σε ένα σενάριο. Δεν είναι μόνο θέμα Ελλάδας, και στο εξωτερικό οι πρώτες ταινίες γίνονται με τρομερές δυσκολίες και όλο και περισσότερο με τη μορφή συμπαραγωγών. Από ό,τι φαίνεται ο ήδη «χτυπημένος» κινηματογραφικός χώρος έχει όλο και λιγότερο χώρο για ταινίες, αν και πάντα εμφανίζονται διαμάντια. Στις ελληνικές ταινίες το πιο βασικό που τις κάνει να ολοκληρώνονται είναι η αγάπη από τους συντελεστές.
Ποιες είναι οι προσδοκίες σου από την παγκόσμια διανομή της ταινίας;
Η ταινία βγήκε σε διανομή στις ΗΠΑ στις 28 Αυγούστου, γεγονός που είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία και οι πρώτες κριτικές είναι πολύ ενθαρρυντικές. Ήδη είχαμε μια θετική ανταπόκριση από τους LA Times, το Indiewire και το Deadline. Αγωνιούσα για τις αντιδράσεις των φαν των ταινιών φαντασίας και τρόμου, γιατί είναι απαιτητικό ακροατήριο αλλά είδαν την ταινία με ένα διαφορετικό μάτι και επίσης ανακάλυψαν προεκτάσεις που δεν φανταζόμουν. Θα ακολουθήσει μια καριέρα σε πλατφόρμες οπότε είμαι εν αναμονή. Εύχομαι απλά η ταινία να τους τυλίξει στο πέπλο μυστηρίου του ελληνικού δάσους.
Και για την ελληνική διανομή;
Σε σχέση με την ελληνική διανομή, παρότι οι Έλληνες είναι πιστοί σε ταινίες φαντασίας και μυστηρίου, δεν ξέρω πώς θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα μιας ελληνικής ταινίας του είδους. Νομίζω μπορούμε να απευθυνθούμε τόσο σε μικρότερες ηλικίες, παρουσιάζοντας μια ιστορία μυστηρίου και ανατροπών, αλλά και σε μεγαλύτερες καθότι θα τους θυμίσει την καταγωγή τους και τις ιστορίες των γιαγιάδων τους. Εύχομαι απλά να βγουν ευχαριστημένοι και «γεμάτοι» από την αίθουσα και το ίδιο να συμβεί και με όλες τις ελληνικές ταινίες που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες φέτος.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τον Σωτήρη Δεμπόνο; Τι ήταν εκείνο που σε οδήγησε να τον επιλέξεις για να γράψει τη μουσική της ταινίας;
Οι συνεργάτες είναι το πιο βασικό κομμάτι μιας ταινίας γιατί μόνο αν, ως σκηνοθέτης, τους εμπνεύσεις να ανθίσουν τότε θα δώσουν το δικό τους ιδιαίτερο στίγμα. Σε κάθε ταινία επιλέγω διαφορετικούς συνεργάτες, ανάλογα με το πώς η καλλιτεχνική τους «προσωπικότητα» μπορεί να κάνει την ταινία να λειτουργήσει καλύτερα. Στην περίπτωση του Σωτήρη, ανακάλυψα έναν ιδιαίτερο (και αταξινόμητο) δίσκο, το Film Musik, σ’ ένα δισκοπωλείο, ψάχνοντας όχι για συνθέτη, αλλά για μουσική που θα με κάνει να εκπλαγώ. Έπειτα κάλεσα την Puzzlemusic, την διανομέα του δίσκου και με έφερε σε επικοινωνία. Τώρα, μετά από χρόνια, είναι κάπως σαν να κλείνει ένας κύκλος, αφού η Puzzlemusic κάνει διανομή στο soundtrack της Άλυτης. Στην πρώτη συνάντησή μας ήμουν βέβαιος ότι ο Σωτήρης ήταν ο κατάλληλος συνεργάτης, αφενός γιατί πρόκειται για ένα ιδιαίτερο και ταλαντούχο καλλιτέχνη που δε φοβάται να πειραματιστεί, με σαφές όραμα και επιρροές από ετερόκλητα ακούσματα, τα οποία θα μας οδηγούσαν σε ένα οικείο αλλά και παράξενο μουσικό αποτέλεσμα. Η κοινή μας αγάπη για τον Τόρου Τακεμίτσου, τον Ιάπωνα τζαζ μουσικό και συνθέτη ταινιών των Κουροσάβα, Κομπαγιάσι και Τεσιγκαχάρα (μεταξύ άλλων), ήταν μια αναφορά για να βαδίσουμε σε ένα κοινό δρόμο.
Ποια ήταν η πρώτη ταινία που θυμάσαι τον εαυτό σου να παρακολουθεί στον κινηματογράφο με τη σκέψη ότι θα ήθελε κάποτε να κάνει κάτι τέτοιο. Ποια στοιχεία από τη μορφή ή το περιεχόμενό της σε οδήγησαν σ’ αυτή τη σκέψη;
Η πρώτη ταινία που με είχε μαγέψει ήταν «Οι Περιπέτειες του βαρόνου Μυνχάουζεν» του Τέρι Γκίλιαμ. Ήμουν εφτά χρονών και πρέπει να την είχα δει πάνω από πέντε φορές στον κινηματογράφο, νομίζω ο πατέρας μου μετά την τρίτη φορά με άφηνε να πάω μόνος μου πλέον. Η αναμονή να μου «ανήκει» σε βιντεοκασέτα ήταν αγωνιώδης. Mε τους συμμαθητές μου κάναμε μια home video – hi 8 βερσιόν της ταινίας- στο σαλόνι και τον κήπο μας. Ήταν μια κινηματογραφική εμπειρία όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν, το παραμύθι να συνδυαστεί με μια ζοφερή πραγματικότητα, η επεισοδιακή δομή να εντάξει πολλά ετερόκλητα στοιχεία και χαρακτήρες και η φαντασία να δώσει διέξοδο και ελπίδα. Επίσης ασχολείται με το γήρας και τώρα που το σκέφτομαι, πολλά από αυτά τα στοιχεία επηρέασαν ασυνείδητα την Άλυτη. Ήμουν τυχερός το 2012 να γνωρίσω τον Τέρι Γκίλιαμ και να μοιραστώ αυτή την αγάπη μου για το βαρόνο.
Ποιες ήταν οι ταινίες που απόλαυσες το τελευταίο διάστημα;
Δεν απέφυγα το «Tenet» του Κ. Νόλαν, απόλαυσα για ακόμα μια φορά τη «Γκαρσονιέρα» του Μ. Γουάιλντερ, μια ταινία που είναι μοναδική μετά από κάθε θέαση. Έκανα επανάληψη έναν Κιούμπρικ, με τους Σταυρούς στο Μέτωπο. Με εκπλήσσει το πώς κάθε του ταινία μοιάζει σαν να εξελίσσεται σε κάτι άλλο κάθε φορά που τη βλέπω. Τέλος, βλέπω μια σειρά ταινιών whodunnit, του Κ. Ιτσικάουα με πρωταγωνιστή τον πιο διάσημο ντετέκτιβ της ιαπωνικής λογοτεχνίας, η πιο πρόσφατη που ξεχώρισα ήταν «Η Οικογένεια Ινουγκάμι». Μου αρέσει ο κινηματογράφος που στέκεται μακριά από τη δυτική κουλτούρα, έχουν κάτι το οικείο ως δομή αλλά και διαφορετικό όσον αφορά την εκτέλεση και την ψυχοσύνθεση.
Είναι προφανώς αρκετά νωρίς, αλλά υπάρχει ήδη μέσα σου ο σπόρος, η πρώτη έμπνευση για την επόμενη ταινία σου;
Υπάρχει, βρίσκεται ήδη στο χαρτί και, πιθανόν, κάπως κοντά στην πραγματοποίηση και λέγεται «Άσφαλτος». Είναι μια ιστορία ταξικών διαφορών η οποία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός περίεργου ανεξήγητου φαινομένου, το οποίο αγκαλιάζει σαν πέπλο τους δύο πρωταγωνιστές, ένα φουκαρά εργάτη και το ξιπασμένο αφεντικό μιας ασφαλτικής μονάδας, όπου υπόκεινται σε μια φριχτή μεταμόρφωση. Σε αυτή την ιστορία επιχειρώ να συνδυάσω τα ετερόκλητα στοιχεία τρόμου και κοινωνικού ρεαλισμού, εύχομαι με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Εννοείται πως στην ταινία εμπεριέχονται και τόοοοοονοι ασφάλτου!
Μίνως Νικολακάκης – Who is who
Ο Μίνως Νικολακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Οι μικρού μήκους ταινίες του έχουν συµµετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ (LAShortsFest, Cinemed Montpellier, Uppsala και Flickers Fest κ.α.) και διανεµήθηκαν στις αίθουσες αποσπώντας σημαντικά βραβεία. Ενδεικτικά, η ταινία του «Το Πατάρι» ήταν η μόνη Ελληνική συμμετοχή που προβλήθηκε στην γκαλερί σύγχρονης τέχνης Egbert Baqué στο Βερολίνο, στα πλαίσιο της έκθεσης David Bowie.
Είναι απόφοιτος Πολιτικός Μηχανικός του Πανεπιστημίου Πατρών και έχει εργαστεί ως μηχανικός προκειμένου να υποστηρίξει το πάθος του για τον κινηματογράφο. Είναι μέλος της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηµατογράφου. Η πρώτη του µεγάλου μήκους «Άλυτη» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 44ο Διεθνές Φεστιβάλ του Τoronto.
Φιλµογραφία (ως σκηνοθέτης):
Άλυτη (89’) 2019
Το Πατάρι (18’) 2012
The Happy Life (8’) 2009
Μαριονέτα (10’) 2007
Το δώρο (12’) 2005
Ticket to Ride (5’) 2003